ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΣΙΛΑ

Κάποτε σε μια χώρα μακρινή υπήρχε ένα βασίλειο που φημιζόταν για τα εξωτικά πουλιά του.

Ο βασιλιάς μάλιστα είχε φτιάξει έναν τεράστιο κήπο για να τα προστατεύει από τους κυνηγούς

Ο βασιλιάς, αν και καλός άνθρωπος, είχε μεγαλώσει και δεν είχε παντρευτεί.
Το βασίλειο, όμως, χρειαζόταν ένα διάδοχο.

Έστειλε λοιπόν, αγγελιοφόρους σε όλη τη χώρα ζητώντας από κάθε χωριό και πόλη....
...να στείλουν τον καλύτερο νέο ή νέα στο παλάτι για μια σημαντική υπόθεση.

Μέσα σε λίγες μέρες οι τελάληδες διέδωσαν το νέο σε ολόκληρη τη χώρα.
Εκατοντάδες άτομα μαζεύτηκαν στο παλάτι. Ένας από κάθε πόλη και χωριό. Οικοδόμοι, ποιητές, γιατροί,... όλες οι ειδικότητες

Στην αίθουσα του θρόνου ο βασιλιάς ανακοίνωσε ότι θα επιλέξει έναν ή μία απ' αυτούς για διάδοχο.

Τότε όλοι άρχιζαν να φωνάζουν "πάρε εμένα" - "πάρε εμένα" και έγινε μεγάλη φασαρία

Τότε ο βασιλιάς έκανε νόημα, ανοίξαν οι πόρτες και μπήκα μέσα υπηρέτες που κρατούσαν αυγά πάνω σε μαξιλάρια.

Έδωσαν από ένα σε κάθε υποψήφιο και ο βασιλιάς τους είπε "πάρτε αυτά τα αυγά και φροντίστε τα"
"σε 3 μήνες θα γυρίσετε πίσω και όποιος ή όποια έχει το καλύτερο και υγιέστερο πουλί, θα γίνει ο επόμενος βασιλιάς"

Ο Σίλας, ένας νέος από ορεινό χωριό, πήγε το αυγό του στην πλατεία του χωριού και είπε σε όλους τα λόγια του βασιλιά.

Ο σοφός του χωριού τον συμβούλεψε να το βάλει σε μια ειδική λάμπα επώασης. Μετά δεν θα είχε παρά να περιμένει να σκάσει μύτη το πουλί.

Ο καιρός περνούσε, αλλά το αυγό παρέμενε κλειστό. Πέρασαν και οι 3 μήνες και κανένα πουλάκι δεν βγήκε από μέσα!

Το αυγό ήταν τζούφιο.

- Θα μπορούσα να πάω κάποιο άλλο πουλί, αλλά αυτό δεν θα ήταν τίμιο.

- Κάνε ότι νομίζεις, αλλά στο παλάτι να πας. Κάντο για χάρη μου!

- Ο Σίλας μια και δυο πήρε το αυγό και κίνησε για το παλάτι.

- Όταν έφτασε εκεί, όλοι κρατούσαν στα χέρια τους πανέμορφα εξωτικά πουλιά και ο καθένας πίστευε ότι εκείνος θα γινόταν βασιλιάς.

Όταν έφτασαν όλοι, ο βασιλιάς φώναξε: ΣΗΚΩΣΤΕ ΨΗΛΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΡΑΤΑΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΔΩ

Κι ενώ όλοι σήκωσαν παραδείσια πουλιά ο Σίλας σήκωσε ...το αυγό του!!!

Ο βασιλιάς χαμογέλασε, σηκώθηκε από τον θρόνο και προχώρησε προς το μέρος του Σίλα.

"Όλα τα αυγά που σας έδωσα ήταν βρασμένα", είπε ο βασιλιάς.

Αυτός θα γίνει ο νέος βασιλιάς για την ειλικρίνεια και για την τιμιότητά του.

ΖΗΤΩ Ο ΝΕΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Σε μια θαυμάσια τελετή ο Σίλας στέφθηκε βασιλιάς, επειδή ήταν ο πιο ειλικρινής άνθρωπος σε ολόκληρο το βασίλειο.

Από τότε ο Σίλας αποτελεί παράδειγμα για τους υπηκόους του, και φροντίζει με την ίδια αγάπη τους ανθρώπους και τα πουλιά

 

 

Γιατί ο ήλιος κι η σελήνη ζουν στον ουρανό

 

Πριν από πολλά πολλά χρόνια, ο Ήλιος και το Νερό ήταν καλοί φίλοι και κατοικούσαν στη γη. Ο Ήλιος περνούσε πολύ συχνά από το σπίτι του Νερού, αλλά το Νερό ποτέ δεν επισκεπτόταν τον Ήλιο.

Μια μέρα, λέει ο Ήλιος στο Νερό:

«Καλέ μου φίλε, έχω ένα παράπονο. Γιατί ποτέ δεν περνάς από το σπίτι μου να μου πεις μια καλημέρα;»

«Α, φίλε μου», απάντησε το Νερό, «το σπίτι σου είναι πολύ μικρό. Αν έρθω να σε επισκεφτώ με τη συνοδεία μου, εσύ πρέπει να βγεις απ’ το παράθυρο, για να χωρέσουμε. Αν θέλεις να σε επισκεφθώ, πρέπει να χτίσεις ένα λαμπρό παλάτι. Σε προειδοποιώ, όμως: να είναι πελώριο, γιατί η συνοδεία μου είναι πραγματικά πολύ μεγάλη».

Ο Ήλιος υποσχέθηκε να χτίσει ένα πελώριο παλάτι, κι αμέσως γύρισε σπίτι του στη γυναίκα του, τη Σελήνη.

«Πρέπει να χτίσουμε ένα τεράστιο παλάτι για τον φίλο μας το Νερό», είπε στη Σελήνη. «Δεν μπορούμε να το δεχτούμε εδώ μέσα. Εμπρός, αρχίζουμε το χτίσιμο».

Πέρασε καιρός ώσπου να τελειώσουν, κι όταν πια είχε μπει και το τελευταίο κεραμίδι, όταν είχε φυτευτεί και το τελευταίο λουλούδι, ο Ήλιος κάλεσε το Νερό να έρθει να τον επισκεφτεί.

Όταν έφτασε στην πόρτα, το Νερό φώναξε στον Ήλιο: «Ήλιε, φίλε μου, είσαι σίγουρος ότι μπορώ να μπω;» κι εκείνος απάντησε «Μα ναι, φίλε μου! Έχρισα για σένα ένα πελώριο παλάτι. Πέρασε μέσα».

Και τότε το Νερό άρχισε να ρέει μέσα στο παλάτι, και το συνόδευαν τα ψάρια κι όλα τα πλάσματα της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών.

Ανέβαινε το νερό, κι έφτασε τον Ήλιο ως το γόνατο. Τότε, τον ξαναρώτησε:

«Ήλιε, φίλε μου, είσαι σίγουρος ότι μπορώ να μπω;»

«Ναι, φίλε μου», απάντησε ο Ήλιος και το Νερό συνέχισε να ρέει μέσα στο παλάτι.

Όταν πια είχε φτάσει τον Ήλιο ως τον ώμο, το Νερό ξαναρώτησε:

«Ήλιε, φίλε μου, χωράει κι άλλους δικούς μου το παλάτι σου;»

Ο Ήλιος και η Σελήνη, μη θέλοντας να δυσαρεστήσουν τον καλεσμένο τους, απάντησαν και πάλι

«Ναι».

Και τότε το Νερό πλημμύρισε το παλάτι, αναγκάζοντας τον Ήλιο και τη Σελήνη να σκαρφαλώσουν στη στέγη για να μην πνιγούν.

Για τελευταία φορά, ρώτησε το Νερό:

«Ήλιε, φίλε μου, μήπως πρέπει να σταματήσουν να έρχονται οι δικοί μου;»

Όμως ο Ήλιος και η Σελήνη δεν μπορούσαν πια να απαντήσουν.

Το Νερό είχε πλημμυρίσει τα πάντα και το ζευγάρι είχε εγκαταλείψει τη στέγη και είχε γαντζωθεί από ένα σύννεφο για να γλιτώσει.

Κι έτσι, ποτέ ξανά δεν κατέβηκαν στη Γη ο Ήλιος και η Σελήνη και μέχρι σήμερα ζουν ευτυχισμένοι – και στεγνοί – ψηλά στον ουρανό.