Читаем на греческом и русском языках:

Τζάνι Ροντάρι

Το Λούνα Παρκ του Τσεζενάτικο

Μια φορά στο Τσεζενάτικο, στις ακτές της Αδριατικής, έτυχε να περάσει ένα λούνα παρκ.
Είχε όλα κι όλα έξι ξύλινα αλογάκια κι έξι κόκκινα τζιπ, λίγο ξεθωριασμένα, για παιδάκια με πιο μοντέρνα γούστα. Ο ανθρωπάκος που τα κινούσε με τα χέρια του ήταν μικροσκοπικός, αδύνατος, μελαψός κι είχε όψη ανθρώπου που μία μέρα τρώει και δυο μένει νηστικός. Κοντολογίς, δεν ήταν βέβαια κανένα σπουδαίο λούνα παρκ, αλλά στα παιδάκια πρέπει να φάνταζε σοκολατένιο, γιατί πάντα το περιτριγύριζαν με θαυμασμό κι έκαναν  και τι δεν έκαναν για ν'ανεβούν πάνω.

- Τι έχει πια αυτό το λούνα παρκ, μέλι; αναρωτιόνταν οι μαμάδες. Και πρότειναν στα παιδιά:
- Πάμε να δούμε τα δελφίνια στον ισθμό, πάμε να καθίσουμε σ'εκείνο το καφενείο με τις κουνιστές πολυθρόνες.
Τίποτα- τα παιδάκια ήθελαν το λούνα παρκ.

Ένα βράδυ, ένας ηλικιωμένος κύριος, αφού έβαλε τον εγγονό του σ'ένα τζιπ, ανέβηκε κι αυτός στο λούνα παρκ και καβαλίκεψε στη σέλα ενός ξύλινου αλόγου. Καθόταν άβολα, γιατί είχε μακριά ποδάρια κι ακουμπούσε στη γη, κι όλο γελούσε. Μόλις, όμως, ο ανθρωπάκος έβαλε σε κίνηση το λούνα παρκ, έγινε ένα θαύμα: ο ηλικιωμένος κύριος βρέθηκε στη στιγμή στο ύψος του ουρανοξύστη του Τσεζενάτικο και το αλογάκι του κάλπαζε στον αέρα, σημαδεύοντας με το μουσούδι του τα σύννεφα. Κοίταξε κάτω και είδε όλη τη Ρομάνια, κι ύστερα όλη την Ιταλία κι ύστερα ολάκερη τη γη, που απομακρυνόταν κάτω από τις οπλές του αλόγου, και σε λίγο ήταν κι αυτή ένα μικρό γαλάζιο λούνα παρκ που γύριζε, γύριζε, δείχνοντας τη μία πίσω από την άλλη τις ηπείρους και τους ωκεανούς, ζωγραφισμένους όπως σ'ένα γεωγραφικό άτλαντα.

- Πού θα πάμε; αναρωτήθηκε ο ηλικιωμένος κύριος.
Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά του το εγγονάκι του, στο τιμόνι του παλιού κόκκινου και λίγο ξεθωριασμένου τζιπ, που είχε μεταμορφωθεί σε διαστημόπλοιο. Και πίσω του, στη σειρά, όλα τα άλλα παιδάκια, ήσυχα και ασφαλή στην τροχιά τους, σαν ένα σμάρι από τεχνητούς δορυφόρους.
Ποιος ξέρει που ήταν τώρα πια ο ανθρωπάκος του λούνα παρκ- κι όμως, ακόμη ακουγόταν ο δίσκος που έπαιζε ένα κακόγουστο τσα τσα. Κάθε περιστροφή του λούνα παρκ είχε ίδια διάρκεια με το δίσκο.

- Άρα υπήρχε τέχνασμα, είπε μέσα του ο ηλικιωμένος κύριος. Αυτός ο ανθρωπάκος πρέπει να είναι μάγος.
Σκέφτηκε επίσης:
- Αν όσο κρατάει ο δίσκος εμείς κάνουμε μία ολόκληρη περιστροφή γύρω από τη γη, θα σπάσουμε το ρεκόρ του Γκαγκάριν.

Τώρα το διαστημικό καραβάνι πετούσε πάνω από τον Ειρηνικό Ωκεανό με όλα του τα νησάκια, την Αυστραλία με τα καγκουρό που χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί, το Βόρειο Πόλο, όπου εκατομμύρια πιγκουϊνοι κοίταζαν ψηλά σαστισμένοι. Όμως δεν είχαν καιρό να τους μετρήσουν στη θέση τους βρίσκονταν κιόλας οι Ινδιάνοι της Αμερικής κι έκαναν σινιάλα με καπνό, και πιο κει οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, να κι ένας ουρανοξύστης ολομόναχος, που δεν ήταν άλλος από τον ουρανοξύστη του Τσεζενάτικο.

Ο δίσκος είχε τελειώσει. Ο ηλικιωμένος κύριος κοίταξε γύρω του κατάπληκτος: βρισκόταν και πάλι πάνω στο παλιό φιλήσυχο λούνα παρκ, στην ακτή της Αδριατικής· ο μελαψός κι αδύνατος ανθρωπάκος το σταματούσε απαλά, χωρίς τραντάγματα.

Ο ηλικιωμένος κύριος κατέβηκε παραπατώντας.
- Ακούστε, κύριε, είπε στον ανθρωπάκο.
Εκείνος όμως δεν είχε χρόνο να του δώσει σημασία: άλλα παιδάκια είχαν σκαρφαλώσει στα αλογάκια και τα τζιπ, η ρόδα του λούνα παρκ ξεκινούσε πάλι για έναν ακόμα γύρο του κόσμου.
- Πείτε μου κάτι, επανέλαβε ο ηλικιωμένος κύριος κάπως ενοχλημένος.

Ο ανθρωπάκος ούτε που τον κοίταξε. Καθώς έσπρωχνε τη ρόδα, φαίνονταν να περνούν κυκλικά τα χαρούμενα πρόσωπα των παιδιών, που γύρευαν τα πρόσωπα των γονιών τους ανάμεσα στον κόσμο που στεκόταν ακίνητος σε κύκλο, χαμογελώντας ενθαρρυντικά.

Μάγος εκείνος ο ανθρωπάκος για πενταροδεκάρες; Μαγική εκείνη η αστεία ρόδα που τρανταζόταν στους ήχους ενός απαίσιου τσα τσα;
- Στην ευχή, κατέληξε ο ηλικιωμένος κύριος, καλύτερα να μην πω τίποτα σε κανέναν. Μπορεί να γελάσουν πίσω από την πλάτη μου και να μου πουν:
- Δεν ξέρετε πως στην ηλικία σας είναι επικίνδυνο να ανεβαίνετε σε λούνα παρκ, γιατί θα ζαλιστείτε;

на русском языке

Η μύτη το'σκασε

Του Τζάνι Ροντάρι.

Ο κύριος Γκόγκολ διηγήθηκε την ιστορία μίας μύτης από το Λένινγκραντ, που πήγαινε βόλτα σε μια άμαξα κι έκανε ένα σωρό αταξίες.
Μια ιστορία σαν κι αυτή συνέβη στο Λαβένο, πάνω στη λίμνη Ματζόρε.

Ένα πρωί ένας κύριος που κατοικούσε ακριβώς μπροστά στην αποβάθρα, όπου επιβιβάζεται ο κόσμος στις βάρκες, σηκώθηκε, πήγε στο μπάνιο για να ξυριστεί και, καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη, έβαλε τις φωνές: «Βοήθεια! Η μύτη μου!.

Καταμεσής στο πρόσωπο του, η μύτη δεν υπήρχε πια. Στη θέση της υπήρχε μια επίπεδη επιφάνεια. Ο κύριος εκείνος, έτσι όπως ήταν με τη ρόμπα του, έτρεξε στο μπαλκόνι, πάνω στην ώρα, για να δει τη μύτη να βγαίνει στην πλατεία και να κατευθύνεται γοργά προς την αποβάθρα, ξεμυτίζοντας ανάμεσα στα αυτοκίνητα που επιβιβάζονταν στο φέρι μποτ για τη Βερμπάνια.

- Στάσου, στάσου! φώναξε ο κύριος. Η μύτη μου! Κλέφτες! Κλέφτες! Ο κόσμος κοίταζε ψηλά και γελούσε:
- Σας έκλεψαν τη μύτη κάτω απ'τη... μύτη σας; Τους απατεώνες!

Δεν του απέμεινε τίποτ’άλλο εκείνου του κυρίου παρά να κατεβεί στο δρόμο και να κυνηγήσει τη μύτη που το'σκασε, και στο μεταξύ κρατούσε ένα μαντίλι στο πρόσωπο του, σαν να ήταν κρυωμένος.
Δυστυχώς, ίσα που πρόφτασε να δει το φέρι μποτ που έφευγε από την αποβάθρα. Ο κύριος ρίχτηκε με θάρρος στο νερό για να το προφτάσει, ενώ επιβάτες και τουρίστες φώναζαν:

- Κουράγιο! Κουράγιο!. Αλλά το σκάφος είχε ήδη επιταχύνει κι ο καπετάνιος δεν είχε καμία όρεξη να γυρίσει πίσω για να επιβιβάσει τους αργοπορημένους.

Περιμένετε το άλλο φέρι, φώναξε ένας ναύτης στον κύριο, έχει ένα κάθε μισή ώρα!
Ο κύριος, αποκαρδιωμένος, επέστρεφε στην ακτή, όταν είδε τη μύτη του, που, έχοντας απλώσει μια μπέρτα στο νερό, σαν τον Άγιο Ιούλιο του θρύλου, ταξίδευε με μικρή ταχύτητα.

- Ώστε δεν πήρες το φέρι; Όλα μια απάτη ήταν; φώναξε ο ταλαίπωρος κύριος.
Η μύτη κοίταζε ίσια μπροστά σαν θαλασσόλυκος, ή μάλλον σαν λιμνόλυκος, και δεν καταδέχτηκε ούτε να στραφεί. Η μπέρτα κυμάτιζε απαλά σαν μέδουσα.

- Μα πού πας; φώναξε ο κύριος.
Η μύτη δεν απάντησε και ο δύστυχος ιδιοκτήτης της, αποκαρδιωμένος, έφτασε στο λιμάνι του Λαβένο και περνώντας μέσα από το πλήθος των περίεργων γύρισε στο σπίτι, όπου κλειδώθηκε δίνοντας εντολή στην οικονόμο του να μην αφήσει κανέναν να μπει, κι εκεί περνούσε τις μέρες του κοιτάζοντας στον καθρέφτη το πρόσωπο του χωρίς μύτη.

Μία δύο μέρες αργότερα ένας ψαράς από το Ράνκο, βγάζοντας τα δίχτυα του από τη θάλασσα, βρήκε τη μύτη που το είχε σκάσει, ναυαγισμένη καταμεσής στη λίμνη, γιατί η μπέρτα της είχε τρυπήσει σε χίλιες μεριές, και σκέφτηκε να την πάει στο παζάρι του Λαβένο.

Η υπηρέτρια του κυρίου που είχε πάει στο παζάρι για ν'αγοράσει ψάρια, είδε αμέσως τη μύτη, φαρδιά πλατιά ανάμεσα σε πέστροφες και πέρκες.

- Καλέ, αυτή είναι η μύτη του αφεντικού μου! φώναξε τρομοκρατημένη. Δώστε μού την αμέσως να του την πάω.
- Τίνος είναι δεν ξέρω, δήλωσε αποφασιστικά ο ψαράς, εγώ την ψάρεψα κι εγώ θα την πουλήσω.
- Πόσο την πουλάς;
- Το βάρος της σε χρυσάφι, γνωστό αυτό. Είναι μία μύτη, δεν είναι καμιά τυχαία πέρκα.
Η υπηρέτρια έτρεξε να ενημερώσει το αφεντικό της.
- Δώσε του ό,τι σου ζητάει! Θέλω πίσω τη μύτη μου!

Η υπηρέτρια λογάριασε πως χρειάζονταν ένα σωρό λεφτά, γιατί η μύτη ήταν και μεγαλούτσικη: χρειάζονταν τρομοκρατρείς χιλιάδες, δεκατρείς δεκατριάδες και μισή. Για να μαζέψει όλο αυτό το ποσό, αναγκάστηκε να πουλήσει και τα σκουλαρίκια της, αλλά, μια και ήταν πολύ αφοσιωμένη στο αφεντικό της, τα θυσίασε μ'έναν αναστεναγμό.

Αγόρασε τη μύτη, την τύλιξε σ'ένα μαντίλι και την πήρε στο σπίτι.
Η μύτη αφέθηκε υπάκουα να την πάει πάλι στο σπίτι και δε διαμαρτυρήθηκε ούτε όταν ο αφέντης της την κράτησε στα τρεμάμενα χέρια του.

- Μα γιατί έφυγες; Τι σου έκανα;
Η μύτη τον κοίταξε λοξά, ζαρώνοντας ολόκληρη από αηδία και είπε:
- Άκουσε να δεις, μην ξαναβάλεις ποτέ πια τα δάχτυλα σου στη μύτη. ή τουλάχιστον κόβε τα νύχια σου πρώτα.

на русском языке