Ήταν που λέτε κάποτε ένα βασιλιάς που αρρώστησε βαριά. Τόσο βαριά αρρώστησε που έταξε το μισό του βασίλειο σε όποιον θα τον γιάτρευε.
Όσο όμως κι αν προσπάθησαν οι γιατροί, οι σοφοί και οι μάγοι κανείς δεν κατάφερε να τον γιατρέψει.
Μια μέρα ένας γέρο σοφός αποφάνθηκε πως ο βασιλιάς θα γίνει καλά αν φορέσει το πουκάμισο του πιο ευτυχισμένου ανθρώπου που ζούσε στο βασίλειο.
Ξαμολήθηκαν στρατιώτες, αυλικοί και ο γιος του ο μονάκριβος να βρουν τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του βασιλείου.
Όσο όμως κι αν έψαξαν πουθενά δεν τον απάντησαν.
Ο ένας ήταν γερός αλλά φτωχός.
Ο άλλος ήταν πλούσιος αλλά άρρωστος.
Ο τρίτος ήταν και γερός και πλούσιος αλλά είχε κακιά γυναίκα.
Ο τέταρτος ήταν και γερός και πλούσιος και καλή γυναίκα είχε αλλά είχε κακά παιδιά και πάει λέγοντας.
Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην έχει ένα τουλάχιστον παράπονο από τη ζωή του.
Μια μέρα όμως το βασιλόπουλο περνώντας με τους στρατιώτες του μέσα από ένα δάσος άκουσε από το ανοιχτό παραθύρι μιας καλύβας μια φωνή να λέει: Δόξα τω Θεώ, σήμερα δούλεψα, κουράστηκα, έφαγα, ας κοιμηθώ τώρα.
Χάρηκε το βασιλόπουλο που επιτέλους βρήκε έναν ευτυχισμένο άνθρωπο και διέταξε αμέσως τους στρατιώτες του να μπουν στο καλύβι και δίνοντας στον άνθρωπο όσα φλουριά επιθυμούσε να πάρουν το πουκάμισό του.
Μπήκαν οι στρατιώτες στο καλύβι, αλλά ο άνθρωπος ήταν τόσο φτωχός που... δεν είχε ούτε πουκάμισο...
[πηγή: Λέων Τολστόι, Διηγήματα, Μύθοι και Παραμύθια, μτφ. Πέτρος Ανταίος, Ωκεανίδα, Αθήνα 1996, σ. 75-76]
|