Мифы на греческом языке

Мифы Эзопа с аудио

Индейские мифы с аудио

Мифы Эзопа

1   2

 

Ο πετεινός και το μαργαριτάρι

Μια μέρα, ένας πετεινός, εκεί που σκάλιζε σε μια αυλή για να βρει κανένα σκουλήκι, βρήκε ένα μαργαριτάρι. Ήξερε πως το μαργαριτάρι δεν τρωγόταν.

«Τι να το κάνω;» «Καλύτερα θα ήταν να ‘βρισκα κανένα σπυρί καλαμπόκι.»

Παίρνει λοιπόν το μαργαριτάρι, το πάει σ’ένα χρυσοχόο και του λέει:

«Πάρε αυτό το πετράδι που δε τρώγεται και δωσ’ μου λίγο καλαμπόκι»

Ο χρυσοχόος του ‘δωσε αμέσως μια χούφτα καλαμπόκι, πήρε το μαργαριτάρι, γελώντας από μέσα του για την κουταμάρα του πετεινού.
Μα κι ο πετεινός γελούσε με την κουταμάρα του χρυσοχόου, γιατί νόμιζε πως ένα σπειρί καλαμπόκι είναι πιο πολύτιμο από ένα μαργαριτάρι …που δεν τρώγεται.

Λεξιλόγιο

σκαλίζω 1. 1) рыхлить; окапывать; 2) полоть; 3)  ковырять; 4) мешать, разгребать; σκαλίζωτηφωτιά ворошить огонь; σκαλίζωτακάρβουνα мешать угли; 5) вырезать, высекать (из камня); резать (по дереву); 2. рыться,  копаться (в чём-л.); шарить (где-л.); τί σκαλίζεις τα χαρτιά μου; что ты роешься в моих бумагах?;
σκουλήκι το червь, червяк;
τρώγομαι  1) быть съедобным; 2) быть сносным, терпимым; 3) упорно добиваться, домогаться, стараться изо всех сил;
σπυρί το  1) зерно, зёрнышко; крупинка; 2) прыщ;  чирей;
καλαμπόκι το кукуруза
χρυσοχόος ο ювелир, золотых дел мастер
χούφτα η 1) ладонь; 2) горсть; 3) кучка, горст(оч)ка
κουταμάρα η 1) глупость, нелепость; глупый, нелепый поступок;
πολύτιμος, η, о  драгоценный, очень ценный, очень  дорогой;

Петух и жемчужина

Однажды петух, который рылся во дворе, чтобы найти какое-нибудь зернышко, нашел жемчужину. Он знал, что жемчужина несъедобная.

- Что делать? Лучше бы я нашел какое-нибудь зернышко кукурузы.

Взял он жемчужину, пошел к золотых дел мастеру и говорит ему:

- Возьми этот камушек, который несъедобный и дай мне немного кукурузы.

Золотых дел мастер тут же дал ему горсть кукурузы, взял жемчужину, смеясь внутри себя глупости петуха.
Но и петух смеялся глупости ювелира, потому, что думал, что одно зернышко кукурузы более ценно, чем одна жемчужина…, которую нельзя съесть.

 

 

Έτσι την παθαίνει πάντα ο φιλάργυρος, 
που θέλει να τα κερδίζει όλα 
και δεν ευχαριστιέται με ’κείνα που έχει!

Η κότα με τα χρυσά αυγά (ΑΙΣΩΠΟΣ)

Ένας άνθρωπος είχε κάποτε μία κότα, που γεννούσε κάθε μέρα ένα αυγό χρυσό! Ο άνθρωπος πήγε να τρελαθεί απ’ τη χαρά του. Μάζευε τα χρυσά αυγά και τα έκρυβε κι όλο λογάριαζε πόσο πιο πλούσιος γινόταν κάθε μέρα.

«Για να γεννάει η κότα μου ένα αυγό χρυσό κάθε μέρα, θα πει πως έχει στην κοιλιά της ολόκληρο χρυσορυχείο».

Κι επειδή ήταν πολύ φιλάργυρος, έσφαξε την κότα για να πάρει το χρυσορυχείο της και να μην περιμένει κάθε μέρα κι από ένα αυγό. Μέσα στην κοιλιά της κότας όμως, δε βρήκε  τίποτα και τότε μετάνιωσε πικρά, αλλά ήταν πια πολύ αργά.

Έτσι την παθαίνει πάντοτε ο φιλάργυρος, που θέλει να τα κερδίζει όλα και δεν ευχαριστιέται με κείνα που έχει. 

Курица с золотыми яйцами

У одного человека была курица, которая несла каждый день золотое яйцо. Человек сходил с ума от радости. Собирал яйца, прятал и все подсчитывал, насколько богаче становился с каждым днем.

 - Если моя курица несет каждый день золотые яйца, - подумал, - значит у нее в животе целый золотой рудник.

К тому же он был очень скупой, схватил курицу, чтобы достать этот золотой рудник, чтобы не ждать каждый день по одному яйцу. В животе у курицы, однако, ничего не оказалось, и он горько пожалел, но было уже поздно.

Так страдает всегда скупой, который хочет выиграть все и не благодарит за то, что имеет.

 

 

Προτιμώ την ελευθερία μου και την πείνα μου, 
από την αλυσίδα σου και την καλοπέρασή σου …

Ο λύκος και ο σκύλος

Ένας λύκος είχε γίνει πετσί και κόκαλο από την πείνα, γιατί τα σκυλιά της περιοχής φύλαγαν τόσο καλά τα κοπάδια με τα πρόβατα και τις γίδες, ώστε δε μπορούσε να αρπάξει κανένα. Τριγυρνούσε λοιπόν απελπισμένος από δω κι από κει, όταν ξαφνικά, αντίκρισε μπροστά του ένα σκύλο, που είχε χάσει το δρόμο του. Όταν τον είδε ο λύκος, σκέφτηκε αμέσως πως θα μπορούσε να χορτάσει την πείνα του. Αλλά δεν τολμούσε να του ριχτεί, γιατί ο σκύλος φαινόταν πολύ δυνατός. Πήγε λοιπόν κοντά του κι άρχισε να τον παινεύει.

«Είσαι πολύ όμορφος και πολύ καλοθρεμμένος, θα’θελα να γινόμαστε φίλοι. Αλλά εγώ βλέπεις είμαι τόσο αδύνατος, που δε θα με καταδέχεσαι».

«Από σένα εξαρτάται να μην είσαι αδύνατος».

«Και τι να κάνω για να παχύνω»;

«Άφησε τα δάση και τις ερημιές όπου ζεις κι έλα μαζί μου να ζήσεις σα σκύλος. Μαζί με τους λύκους που τριγυρνάς, τι κερδίζεις; Με μεγάλη δυσκολία εξοικονομείς το φαγητό σου, και αυτό σπάνια».

«Και τι πρέπει να κάνω για να ζήσω σα σκύλος»;

«Σχεδόν τίποτα, θα κυνηγάς τους φτωχοντυμένους και τους ζητιάνους, θα κουνάς την ουρά σου στον κύριό σου και θα τρως όλα τα κόκαλα και όλα τα αποφάγια του».

«Πραγματικά, δε φαίνεται δύσκολη δουλειά, έρχομαι μαζί σου».

Ξεκίνησαν λοιπόν για να πάνε στην πολιτεία, αλλά στο δρόμο ο λύκος πρόσεξε πως ο λαιμός του σκύλου ήταν μαδημένος.

«Γιατί είναι μαδημένος ο λαιμός σου»;

«Είναι από την αλυσίδα».

«Ποια αλυσίδα»;

«Την αλυσίδα που με δένουν».

«Ώστε δεν είσαι ελεύθερος να τριγυρνάς όπου θέλεις»;

«Όχι πάντοτε. Την ημέρα με έχουν δεμένο και τη νύχτα με λύνουν».

«Αν είναι έτσι, δε μου αρέσει καθόλου να είμαι σκύλος. Προτιμώ την ελευθερία μου και την πείνα μου, από την αλυσίδα σου και τη καλοπέρασή σου».

Και το έβαλε στα πόδια για να ξαναγυρίσει στο δάσος.

 

 

Ζητούσε να γίνει κάτι άλλο απ’ ότι τον είχε κάνει η φύση…


Ο βάτραχος και το βόδι  (Αίσωπος)

Μια μέρα, ένα βόδι ήρθε να πιει νερό σε μια λιμνούλα. Ένας βάτραχος, που ζούσε σε εκείνη τη λιμνούλα, είδε το βόδι και το θαύμασε.

«Τι όμορφο και τι παχύ που είναι!» μουρμούρισε, «αχ, να ‘μουν κι εγώ τόσο παχύς και τόσο μεγάλος, όσο είναι  αυτό το βόδι.. πως όμως να γίνω μεγάλος και παχύς σαν το βόδι;»

Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο βάτραχος και το βρήκε: θα ‘πινε νερό! Θα ‘πινε τόσο πολύ νερό, που θα φούσκωνε, θα φούσκωνε και στο τέλος θα γινόταν τόσο παχύς και τόσο μεγάλος, όσο ήταν και το βόδι που θαύμαζε. Άρχισε λοιπόν να πίνει νερό ασταμάτητα. Και κάθε μέρα, ρωτούσε έναν άλλο βάτραχο που έμενε κοντά του, μέσα στη λάσπη της λιμνούλας:

«Για κοίταξέ με καλά. Πάχυνα πολύ;»
«Πάχυνες αρκετά.»
«Μοιάζω με το βόδι;»
«Όχι ακόμα»

Την άλλη μέρα τον ξαναρώτησε

«Μοιάζω με το βόδι;»
«Όχι ακόμα. Η αλήθεια είναι πως πάχυνες αρκετά, αλλά με βόδι δε μοιάζεις.»

Κι ο βάτραχος που ήταν πεισματάρης, όλο έπινε νερό, έπινε, έπινε, έπινε ώσπου έσκασε…
Κι έτσι έχασε τη ζωή του, ο ανόητος, γιατί ζητούσε να γίνει κάτι άλλο από ότι τον είχε κάνει η φύση…!

Источник греческого текста и аудио

1   2