Мифы на греческом языке

Мифы Эзопа с аудио

Индейские мифы с аудио

 

Индейские мифы

1   2

 

 

Πως δημιουργήθηκαν οι πεταλούδες

 Ινδιάνικος Μύθος της φυλής Papago

Κάποια μέρα ο Δημιουργός, ξεκουραζόταν και καθισμένος κοιτούσε μερικά παιδιά που έπαιζαν σε ένα χωριό, γελώντας και τραγουδώντας. Καθώς τα κοιτούσε άρχισε να σκέφτεται ότι τα παιδιά αυτά κάποια στιγμή θα γεράσουν. Το δέρμα τους θα ζαρώσει. Τα μαλλιά τους θα γκριζάρουν. Τα δόντια τους θα πέσουν. Τα αξιολάτρευτα κοριτσάκια μεγαλώνοντας θα γίνουν άσχημες γριές γυναίκες. Αλλά ακόμα και τα παιχνιδιάρικα κουτάβια θα γίνουν γέρικοι, τυφλοί και ψωριάρικοι σκύλοι. Τα τόσο όμορφα λουλούδια θα μαραθούν. Κι αυτά τα φύλλα από τα δέντρα θα πέσουν και θα ξεραθούν. Αυτά σκεφτόταν ο Δημιουργός και γινόταν όλο και πιο λυπημένος. Ήταν φθινόπωρο και η σκέψη του χειμώνα, που ακολουθούσε, του βάραινε την καρδιά.

Ο καιρός βέβαια ήταν ακόμα ζεστός και ο ήλιος έλαμπε. Ο Δημιουργός παρατήρησε το παιχνίδισμα του φωτός στο έδαφος και τα κίτρινα φύλλα που τα παρέσυρε ο άνεμος εδώ κι εκεί. Κοίταξε το γαλάζιο του ουρανού, το λευκό του καλαμποκάλευρου και ξαφνικά χαμογέλασε. Όλα αυτά τα χρώματα, σκέφτηκε, πρέπει να διατηρηθούν. Θα φτιάξω κάτι που θα με κάνει χαρούμενο, κάτι που θα το βλέπουν τα παιδιά και θα διασκεδάζουν.

Έτσι ο Δημιουργός πήρε την τσάντα του και άρχισε να μαζεύει χρώματα: μια ηλιαχτίδα, μια χούφτα μπλε του ουρανού, λευκό από το καλαμποκάλευρο, λίγη σκιά από τα παιδιά που έπαιζαν, μαύρο από τα όμορφα μαλλιά ενός κοριτσιού, κίτρινο από τα φύλλα που έπεφταν, πράσινο από τις πευκοβελόνες, κόκκινο, μωβ και πορτοκαλί από τα λουλούδια. Αφού τα έβαλε όλα αυτά, στην τσάντα του, πρόσθεσε και τα τραγούδια των πουλιών.

Τότε περπάτησε ως το σημείο που έπαιζαν τα παιδιά και τους είπε: «Παιδιά, αυτό είναι για εσάς», τους έδωσε την τσάντα και συνέχισε «Ανοίξτε το, υπάρχει κάτι όμορφο μέσα».
Τα παιδιά άνοιξαν την τσάντα και τότε εκατοντάδες πολύχρωμες πεταλούδες ξεχύθηκαν έξω από αυτήν, πέταξαν χορεύοντας γύρω από τα παιδιά, κάθισαν λίγο στα μαλλιά τους και ξανασηκώθηκαν πετώντας κατά κύματα από το ένα λουλούδι στο άλλο. Τα παιδιά γοητευμένα από το θέαμα, είπαν ότι δεν είχαν ξαναδεί κάτι τόσο όμορφο. Τότε οι πεταλούδες άρχισαν να τραγουδάνε, ενώ τα παιδιά τις χάζευαν χαμογελώντας.

Καθώς γίνονταν όλα αυτά, ένα πουλί ήρθε πετώντας και κάθισε στον ώμο του Δημιουργού, λέγοντας του: «Δεν είναι σωστό, που έδωσες τα τραγούδια μας σε αυτά τα όμορφα νέα πλάσματα. Όταν μας δημιούργησες, μας είπες ότι κάθε πουλί θα έχει το τραγούδι του. Τώρα έδωσες και αλλού αυτά τα τραγούδια. Δεν είναι αρκετό που έδωσες στα πλάσματα αυτά, τα χρώματα του ουράνιου τόξου;»

«Έχεις δίκιο», είπε ο Δημιουργός «έδωσα σε κάθε πουλί από ένα τραγούδι και δεν έπρεπε να σας πάρω ότι σας ανήκει». Έτσι πήρε πίσω τα τραγούδια από τις πεταλούδες και γι’ αυτό από τότε εκείνες είναι σιωπηλές.

«Ακόμα και έτσι είναι όμορφες» είπε ο Δημιουργός χαζεύοντας τις.

 

 

Γιατί ο τυφλοπόντικας ζει κάτω από την γη
Ινδιάνικος Μύθος της φυλής Cherokee

Κάποτε ήταν ένας άντρας που ήταν τρελά ερωτευμένος με μια γυναίκα. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, η γυναίκα αυτή τον αντιπαθούσε και δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί του. Ο ερωτοχτυπημένος δοκίμασε ότι κόλπο γνώριζε για να κερδίσει την αγάπη της, αλλά καμία προσπάθεια του δεν έφερε το ποθητό, γι’ αυτόν αποτέλεσμα. Τελικά απογοητεύτηκε και αρρώστησε σκεπτόμενος τον ανεκπλήρωτο έρωτα του.

Κάποια στιγμή πλησίασε τον άντρα αυτό ένας τυφλοπόντικας. Βλέποντας τον βυθισμένο στις σκέψεις του, τον ρώτησε τι συμβαίνει. Τότε ο φίλος μας, είπε στον τυφλοπόντικα για τον έρωτα του και για τις προσπάθειες που είχε κάνει για να τον αγαπήσει η γυναίκα που ποθούσε. Ο τυφλοπόντικας τον άκουσε με προσοχή και όταν έμαθε όλη την ιστορία του είπε: «Μπορώ να σε βοηθήσω. Και όχι μόνο θα σε συμπαθήσει αυτή η γυναίκα, αλλά θα έρθει κοντά σου με την θέληση της».

Το βράδυ, ο τυφλοπόντικας έσκαψε ένα υπόγειο λαγούμι μέχρι το σημείο που κοιμόταν η γυναίκα, και της πήρε την καρδιά. Κρατώντας την καρδιά της γυναίκας, πήγε στον ερωτευμένο άντρα και του την έδωσε λέγοντας του: «Κατάπιε την, και τότε η γυναίκα θα έρθει σε σένα».

Εκείνος έκανε όπως του είπε ο τυφλοπόντικας. Όταν ξημέρωσε η γυναίκα ξύπνησε και η πρώτη σκέψη της ήταν ο ερωτευμένος άντρας. Ένιωσε μια παράξενη επιθυμία να την κατακλύζει και να θέλει να βρεθεί αμέσως κοντά του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι της συμβαίνει, γιατί μέχρι εκείνη την στιγμή τον αντιπαθούσε. Όμως η επιθυμία της μεγάλωνε διαρκώς, που αναγκάστηκε να πάει να τον βρει, να του πει πως τον αγαπάει και θέλει να γίνει γυναίκα του. Και πράγματι το ζευγάρι, με την βοήθεια του τυφλοπόντικα, παντρεύτηκε.

Όσοι μάγοι όμως γνώριζαν και τον άντρα και την γυναίκα παραξενεύτηκαν από αυτό που έγινε. Όταν κατάλαβαν ότι αυτό το απίθανο κατόρθωμα, ήταν δουλειά του ασήμαντου τυφλοπόντικα, ζήλεψαν και απείλησαν να τον σκοτώσουν. Από τότε ο τυφλοπόντικας χώθηκε κάτω από το έδαφος και δεν τολμά να βγει έξω στο φως.

 

 

1   2