Притчи

Здесь будут собираться притчи на греческом и русском языках, для некоторых будет перевод, для других соответствующая притча на русском языке, зная смысл Вам будет интереснее переводить самим.

 

Στόχος
Ο Ντρόνος ήταν από τους καλύτερους δασκάλους τοξοβολίας και είχε πολλούς μαθητές. Μια φορά κρέμασε στο δέντρο το στόχο και άρχισε να ρωτάει τον κάθε μαθητή του, τι βλέπει.

Ο πρώτος είπε:
- Βλέπω το δέντρο και το στόχο πάνω του.

Ο δεύτερος είπε:
- Βλέπω τον κορμό του δέντρου, τα φύλλα και τα κλαδιά του, τον ήλιο…

Κάτι παρόμοιο απάντησαν και οι άλλοι μαθητές. Ύστερα ο Ντρόνος πλησίασε τον καλύτερο μαθητή του και ρώτησε:
- Εσύ τι βλέπεις;
- Βλέπω το στόχο, ήταν η απάντηση.

Ο Ντρόνος απευθύνθηκε στους άλλους μαθητές και είπε:
- Μόνο τέτοιος άνθρωπος μπορεί να γίνει πετυχημένος τοξότης.

                 

Ξύλινο πιάτο

Κάποτε ζούσε ένας γέρος. Τα μάτια του δεν έβλεπαν καλά, η ακοή του ήταν χάλια, τα γόνατά του δεν τον κρατούσαν και ο γέρος περπατούσε με μεγάλη δυσκολία. Όταν έτρωγε δεν μπορούσε να κρατήσει σταθερά το κουτάλι του και συχνά λέρωνε το τραπεζομάντιλο. Ο γιος του και η νύφη του, κοιτούσαν με περιφρόνηση τον γέρο και αποφάσισαν να τον ταΐζουν καθιστό πάνω στο πάτωμα, στη γωνιά του δωματίου. Μια φορά, τα χέρια του έτρεμαν τόσο, ώστε δε μπόρεσε να κρατήσει το παλιό του πιάτο κι εκείνο έπεσε και καταστράφηκε. Η νύφη άρχισε να κατσαδιάζει τον γέρο. Εκείνος δεν είπε τίποτα, μόνο αναστέναξε βαριά. Τότε ο γιος του έκανε ένα χοντροκομμένο ξύλινο πιάτο. Τώρα ο πατέρας του έτρωγε από 'κει.
Μια μέρα, όταν οι γονείς κάθονταν γύρω από το τραπέζι και έτρωγαν, μπήκε στο δωμάτιο ο τετράχρονος γιος τους με ένα κομμάτι ξύλο.
- Τι θα κάνεις με αυτό το ξύλο, ρώτησε ο πατέρας.
- Πιάτο, απάντησε το παιδί, από 'κεί θα τρως εσύ και η μητέρα μου, όταν θα μεγαλώσω.

   

Ξύλινο άγαλμα

Ζούσε ένας φτωχός άνθρωπος αφοσιωμένος στον Βούδα, και είχε ένα πολύ παλιό και όμορφο ξύλινο άγαλμα του Βούδα, ένα αληθινό αριστούργημα. Ο άνθρωπος το φύλαγε σαν μεγάλο θησαυρό.
Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, ο άνθρωπος ήταν μόνος μέσα στην αχυρένια καλύβα του. Είχε μεγάλη παγωνιά κι ο άνθρωπος τουρτούριζε από το κρύο. Ένιωθε, ότι πλησιάζει η τελευταία του ώρα. Δεν είχε ούτε ένα ροκανίδι για ν' ανάψει φωτιά. Τα μεσάνυχτα, όταν ο άνθρωπος άρχισε να κοκαλιάζει από το κρύο, εμφανίστηκε μπροστά του ο Βούδας και είπε:
- Γιατί δε ρίχνεις στη φωτιά το άγαλμά μου;
Το ξύλινο άγαλμα βρισκόταν σε άλλη γωνιά δίπλα στον τοίχο. Ο άνθρωπος φοβήθηκε, σκέφτηκε πως είναι ο δαίμονας.
- Τι λες; Να κάψω το άγαλμα του Βούδα; Ποτέ;
Ο Βούδας γέλασε και είπε:
- Εάν με βλέπεις μέσα στο άγαλμα, τότε με χάνεις. Είμαι μέσα σου, όχι μέσα στο ξύλο. Δεν είμαι στο αντικείμενο προσευχής, είμαι μέσα σ' αυτόν που προσεύχεται. Εγώ τουρτουρίζω μέσα σου! Σε παρακαλώ, κάψε το άγαλμα!

   

Ο μέσος δρόμος

Ο πρίγκιπας Σραβάν ζούσε μέσα σε πολυτελέστατο μέγαρο. Του άρεσε η χλιδή. Την πρωτεύουσά του συνεχώς την ανανέωνε, έχτιζε καινούρια κτίρια και την έκανε πολύ όμορφη. Όμως κάποτε, κατάλαβε πως τα 'χε βαρεθεί όλα και όταν άκουσε πως στην πόλη ήρθε ο Βούδας πήγε να τον δει και γοητευμένος απ' την ομιλία του ζήτησε να γίνει μαθητής του. Όλο το βασίλειο ήταν αμήχανο με την εξέλιξη των γεγονότων. Οι άνθρωποι δε μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο Σραβάν έγινε μονάχος, αφού ήταν άνθρωπος που πάντα ήθελε να ικανοποιήσει τις ιδιοτροπίες του, ακόμη και τις ακραίες. Οι συνηθισμένες ασχολίες του ήταν το κρασί και οι γυναίκες.

Και οι μαθητές του Βούδα με απορία ρωτούσανε τον δάσκαλό τους:

- Τι έγινε; Αυτό είναι θαύμα. Ο Σραβάν έγινε μοναχός!; Τι του έκανες, δάσκαλε;

- Δεν έκανα τίποτα, είπε ο Βούδας, ο νους του ανθρώπου πολύ εύκολα κινείται από τη μία κατάσταση σε άλλη. Είναι η συνηθισμένη διαδρομή του νου. Εκπλήσσεστε γιατί δεν γνωρίζετε τους νόμους που χειρίζονται τον ανθρώπινο νου. Ο άνθρωπος που είχε τρέλα, βυθισμένος μες στα πλούτη, τώρα έχει τρέλα απορρίπτοντας τα πλούτη.

Έτσι ο Σραβάν έγινε οπαδός του Βούδα και πολύ σύντομα οι μαθητές άρχισαν να παρατηρούν πως κινείται από την μία ακρότητα σε άλλη. Ο Βούδας ποτέ δε ζητούσε από τους μαθητές του να είναι γυμνοί, ενώ ο Σραβάν έπαψε να φοράει ρούχα. Οι άλλοι έκαναν διαλογισμό κάτω απ' τα δέντρα, ενώ ο Σραβάν κάτω απ' τον καυτό ήλιο. Όλοι έτρωγαν μια φορά την ημέρα, ενώ ο Σραβάν μια φορά στις δυο μέρες.
Ένα βράδυ ο Βούδας τον πλησίασε και του είπε:

- Σραβάν, ξέρω πως όταν ήσουν πρίγκιπας και έπαιζες σιτάρ. Ήσουν καλός μουσικός. Δε μου λες; Τι θα γίνει αν χαλαρώσεις τις χορδές;

- Δε θα μπορέσεις να βγάλεις μουσική.

- Εάν τεντώνεις τις χορδές, τότε τι θα γίνει;

- Το ίδιο, δε θα βγάλεις μουσικό ήχο. Το τέντωμα των χορδών δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ δυνατό, ούτε αδύνατο, ακριβώς στη μέση. Μόνο ο ειδικός μπορεί να τεντώσει σωστά τις χορδές.
Και τότε ο Βούδας είπε:

- Σε παρατηρώ εδώ και έξι μήνες. Η μουσική που θέλεις να βγάλεις από τον εαυτό σου θα παράγει μουσικό ήχο, μόνο αν οι χορδές δεν είναι πολύ τεντωμένες ή δεν είναι χαλαρές. Πρέπει να βρεις την χρυσή τομή. Σραβάν, φέρε τον εαυτό σου σε ισορροπία, μόνο έτσι θα φτάσεις στον σκοπό σου.