Притчи

Здесь будут собираться притчи на греческом и русском языках, для некоторых будет перевод, для других соответствующая притча на русском языке, зная смысл Вам будет интереснее переводить самим.

 

Πώς να γίνεις σοφός;
Ένας νεαρός ήρθε στον σοφό και του είπε:
- Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να γίνω σοφός;
Ο σοφός ούτε του απάντησε. Ο νεαρός επανέλαβε την ερώτησή του μερικές φορές με το ίδιο αποτέλεσμα. Τελικά έφυγε για να 'ρθει την επόμενη μέρα με το ίδιο ερώτημα.
Ξανά δεν πήρε απάντηση. Ήρθε και την τρίτη μέρα επαναλαμβάνοντας την ίδια ερώτηση:
- Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να γίνω σοφός;
Τότε ο σοφός γύρισε και κατευθύνθηκε προς το ποτάμι. Μπήκε στο ποτάμι και με ένα νεύμα κάλεσε και τον νεαρό. Όταν βρέθηκαν εκεί που το νερό φτάνει στο λαιμό, ο σοφός άρπαξε τον νεαρό από τους ώμους, τον βούτηξε μέσα στο νερό και τον κρατούσε κάτω αγνοώντας τις προσπάθειές του να απελευθερωθεί. Τελικά τον άφησε και όταν ο νεαρός είχε αποκατάστησε την αναπνοή του, τον ρώτησε:
- Για πες μου, παιδί μου, τι ήθελες περισσότερο απ' όλα, όταν ήσουν κάτω από το νερό;
- Αέρα! Ήθελα αέρα! φώναξε ο νεαρός.
- Μήπως θα προτιμούσες αντί αέρα, πλούτη, απολαύσεις, ισχύ ή αγάπη, παιδί μου;
- Όχι! Δάσκαλε, το μόνο που ήθελα, ήταν αέρας, ακολούθησε η απάντηση.
- Λοιπόν, είπε ο σοφός, για να γίνεις σοφός πρέπει να ποθείς τη σοφία με την ίδια δύναμη όπως μόλις τώρα επιθυμούσες να αναπνεύσεις τον αέρα. Πρέπει να παλεύεις για την σοφία, αγνοώντας όλα τ' άλλα αγαθά της ζωής. Πρέπει να γίνει ο μοναδικός και καθημερινός στόχος στη ζωή σου. Εάν θα επιδιώξεις τη σοφία με τέτοιο πάθος, παιδί μου, τότε οπωσδήποτε θα γίνεις σοφός.

                 

Υπάρχει Θεός;
Μια φορά κάποιος ρώτησε τον Βούδα: - Υπάρχει Θεός; - Ναι, απάντησε ο Βούδας.

Την ίδια μέρα ένας άλλος άνθρωπος τον ρώτησε: - Υπάρχει Θεός; Και ο Βούδας είπε: - Όχι.

Στο τέλος της ημέρας ένας τρίτος άνθρωπος ρώτησε τον Βούδα για την ύπαρξη του Θεού και ο Βούδας δεν απάντησε, μόνο σήκωσε το δάχτυλό του, δείχνοντας τον ουρανό.

Όλα αυτά τα παρακολουθούσε ο μαθητής του ο Ανάντα. Τη νύχτα ρώτησε τον Βούδα: - Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σε παρακαλώ, πες μου, γιατί στην ίδια ερώτηση έδωσες τρεις διαφορετικές απαντήσεις;

Ο Βούδας είπε: - Γιατί ήταν τρεις διαφορετικοί άνθρωποι.
Ο πρώτος πίστευε ότι δεν υπάρχει Θεός και ήθελε πάρα πολύ να δυναμώσει την πίστη του. Εγώ του είπα ότι υπάρχει Θεός, γιατί για να φτάσει στην Αλήθεια ο άνθρωπος πρέπει να απαλλαχθεί από αυτά στα οποία πιστεύει.
Ο άλλος πίστευε ότι Θεός υπάρχει. Σ' αυτόν είπα ότι δεν υπάρχει Θεός. Είμαι εδώ, πάνω στη γη για να καταστρέψω κάθε πίστη για να φτερουγίσει ο νους πάνω στην πίστη και μόνο τότε ο άνθρωπος θα γνωρίσει την Αλήθεια.
Ο τρίτος δεν ήταν θρήσκος, ούτε άθεος, δεν υπήρχε ανάγκη να πω "Ναι" ή "Όχι", γι' αυτό σιώπησα, λέγοντας με αυτόν τον τρόπο... "Κάνε όπως εγώ, δηλαδή βυθίσου στη σιωπή και τότε θα ξέρεις"

   

Ήρθε ο Θεός στον Αδάμ και του λέει:
- Έχω για σένα δυο ειδήσεις, η μία καλή, η άλλη κακή.
Ο Αδάμ είπε:
- Πες πρώτα την καλή είδηση.
Ο Θεός άρχισε να του εξηγεί:
- Σου χαρίζω δύο μέρη του σώματος. Η πρώτη λέγεται "μυαλό" και αυτό θα σου δώσει την ικανότητα να διεξάγεις με την Εύα έξυπνες κουβέντες, να επινοήσεις καινούργια πράματα και άλλα. Η δεύτερη λέγεται "πένης". Αυτό θα σου επιτρέπει να πολλαπλασιάζεις το είδος σου πάνω στη γη, ν' αφήσεις απογόνους. Η Εύα θα είναι ευτυχισμένη αφού με αυτό το όργανο θα της δώσεις παιδιά.
Ο Αδάμ χάρηκε πολύ απ' αυτά τα λόγια και φώναξε:
- Τι ωραία είδηση! Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για τα δώρα σου. Και ποια είναι η κακή είδηση;
Ο Θεός με λύπη κοίταξε τον Αδάμ και είπε:
- Η κακή είδηση είναι ότι σου έδωσα αίμα που δεν είναι αρκετό για να χρησιμοποιείς και τα δυο αυτά όργανα.

   

Η γριά που πάντα έκλεγε
Μια ηλικιωμένη γυναίκα πάντα έκλεγε. Είχε δύο κόρες, τη μεγάλη παντρεύτηκε τον έμπορα που πουλούσε ομπρέλες και τη μικρή που παντρεύτηκε τον έμπορα που πουλούσε λαζάνια. Έκλεγε, γιατί όταν είχε καλό καιρό αυτή σκεφτόταν τη μεγάλη κόρη «Τι δυστυχία! Ο καιρός είναι καλός και κανένας δε θ’ αγοράσει από το περίπτερο της κόρης μου ομπρέλες».
Όταν, όμως ο καιρός ήταν κακός και έβρεχε, αυτή σκεφτόταν τη μικρή κόρη: «Η κόρη μου δε θα πουλήσει λαζάνια αφού δεν υπάρχει ήλιος να τα αποξεραίνει. Τι θα κάνει η καημένη!»
Και έτσι έκλεγε και θρηνούσε και με καλό καιρό και με κακό, μια φορά για τη μεγάλη κόρη και άλλη φορά για τη μικρή. Οι γείτονες την λυπόντουσαν, όμως δεν ήξεραν πώς να την βοηθήσουν.
Μια φορά την είδε να κλαίει ένας καλόγερος και όταν άκουσε την αιτία γέλασε και είπε:
– Θα σου πω τον τρόπο πώς να απαλλαχθείς από την δυστυχία και δε θα κλαις άλλο. Πρέπει ν’ αλλάξεις τον τρόπο σκέψεις, αυτό είναι όλο: όταν είναι καλός ο καιρός θα σκέφτεσαι όχι την μεγάλη κόρη, αλλά τα λαζάνια της μικρής κόρης, θα λες: «Τι ωραία! Τα λαζάνια της μικρής μου κόρης θα ξεραίνονται με καλύτερο τρόπο και θα πουλήσει πολλά». Ενώ όταν θα έχουμε βροχή να σκεφτείς τη μεγάλη κόρη: «Να και η βροχή! Σήμερα η κόρη μου θα πουλήσει πολλές ομπρέλες».

Η γριά άκουσε τον καλόγερο και με μεγάλη χαρά ακολούθησε τις συμβουλές του και από τότε πάντα ήταν χαρούμενη.