Το ερωτευμένο αστέρι…

Ήταν μια παράξενη νύχτα. Μια νύχτα όλο ομορφιές κι αρώματα.  

Ο ουρανός είχε ντυθεί μ’ όλα τ’ αστέρια που είχε κρυμμένα στα μπαούλα του κι έλαμπε γεμάτος χαρά.

Μα ένα μικρούλι αστεράκι τρεμόφεγγε λυπημένο πλάι στο φεγγάρι. Κοίταζε με τις ώρες κάτω, την απέραντη θάλασσα που γυάλιζε και άλλαζε χρώματα, καθώς το ελαφρύ αεράκι το χάιδευε.

Κι από τη λύπη του που ήταν τόσο μακριά από την θάλασσα, αναστέναξε. Έπειτα τρεμόσβησε. Τρεμόσβησε τόσο, που νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα έσβηνε και θα χανόταν για πάντα από τον ουρανό.

Το φεγγάρι, όμως, που ακούει όλους τους αναστεναγμούς της νύχτας, γύρισε το ολοστρόγγυλο πρόσωπό του κατά το αστεράκι και το ρώτησε: Γιατί, αναστενάζεις αστεράκι μου; 

Εκείνο κοίταξε κάτω, την απέραντη θάλασσα τη φεγγαροντυμένη και είπε αργά, αργά.. «Θέλω να πάω κοντά της!»
- Να πας κοντά της; ,απόρησε το φεγγάρι.
- Μα εσύ είσαι αστέρι του ουρανού κι ένα τέτοιο αστέρι δεν μπορεί να ζήσει κοντά στη θάλασσα!

- Αχ, δεν μπορώ να ζήσω κοντά στη θάλασσα! Αχ, γιατί να μην μπορώ να ζήσω κοντά στη θάλασσα; Έλεγε και ξανάλεγε, γεμάτο παράπονο, το αστεράκι. Κάποιο βράδυ είδε στο απέναντι μονοπάτι του ουρανού, ένα αστέρι.

Πρώτα το είδε να πλημμυρίζει από ένα δυνατό φως, μετά να αφήνει ξωπίσω του μια χούφτα χρυσόσκονη κι έπειτα, γρήγορα γρήγορα, να πέφτει στην αγκαλιά της θάλασσας.

Από κείνο το βράδυ το αστεράκι μας έγινε ακόμα πιο λυπημένο. Δάκρυα τρεμόπαιζαν στις άκρες των ματιών του, έπεφταν πάνω στην ασημοκεντημένη ποδιά του και γίνονταν μικρά, μικρούτσικα αστεράκια. 
Πόσο ζήλευε εκείνο το αστέρι που είχε πέσει μέσα στην αγκαλιά της. Ενώ αυτό, που την αγαπούσε τόσο πολύ, στεκόταν ακόμα εκεί, πάνω στον ουρανό. Πόσο μακρύς ο δρόμος που τους χώριζε!

Πέρασαν πολλές νύχτες. ’Άλλες με φεγγάρι ολόγιομο, άλλες με μισοφέγγαρο κι άλλες μ’ ένα φεγγάρι χλωμό, κυκλωμένο από ένα θαμπό φως. Λογής λογής καράβια ταξίδευαν πάνω στην όμορφη, ασημοστολισμένη θάλασσα. Κι αυτή, όλο κρυφή χαρά είχε, χαμογελούσε και χόρευε απαλά με τα δελφίνια της. 

«Εγώ πότε θα πάω κοντά της;», έλεγε και ξανάλεγε το αστεράκι. Μέχρι που ένα καλοκαιρινό βράδυ, χωρίς να το καταλάβει, ξαφνικά φωτίστηκε!

’Έλαμψε ολόκληρο από το δυνατό φως που το πλημμύρισε! Η καρδιά του χτύπησε δυνατά! Μα τόσο δυνατά, που μια χούφτα χρυσόσκονη βγήκε από μέσα της και σκορπίστηκε πίσω από το αστεράκι, καθώς γλιστρούσε απ’ το μονοπάτι του ουρανού και τρέχοντας, πήγαινε να πέσει στην απέραντη αγκαλιά της.

Πόσο ευτυχισμένο ένιωθε τώρα το αστεράκι! Ούτε που το κατάλαβε πώς έγινε.

Βρέθηκε καρφιτσωμένο πάνω στο δαχτυλίδι που φορούσε στο μικρό της δάχτυλο. Η θάλασσα το κοίταξε και χαμογέλασε. Το ακούμπησε ελαφρά πάνω στα κοραλλένια χείλη της κι έπειτα άρχισε να το ταξιδεύει στις απέραντες , τις μαγικές πολιτείες του βυθού.

Το αστεράκι ένιωθε τόσο ευτυχισμένο, που όλα του φαίνονταν σαν όνειρο. Κι όταν τέλειωσε το μαγικό ταξίδι γύρισε και κοίταξε ψηλά, στον ουρανό, που ήταν γεμάτος αστέρια. Πόσο μικρά του φάνηκαν!

Κάποια στιγμή πρόβαλε το φεγγάρι μέσα από ένα σύννεφο και του χαμογέλασε. Χαμογέλασε και το αστεράκι. Κι έγινε το χαμόγελό του χίλια αστεράκια που φώτισαν τα μεγάλα γαλάζια μάτια της θάλασσας, τις σκοτεινές θαλασσοσπηλιές της και τους σκληρούς απότομους βράχους, που χρόνια τώρα, δέχονταν τα χάδια της και το θυμό της.

Αν κάποιο βράδυ βρεθείς κι εσύ κοντά της και τη δεις να λαμπυρίζει στο φεγγαρόφωτο και να μοιάζει σα να είναι στολισμένη με χιλιάδες διαμάντια, ξέρεις τι θα είναι. Δε θα ‘ναι τίποτα άλλο παρά το αστεράκι, που έκανε το χαμόγελό του, για χάρη της, χίλια κομμάτια και τη χρυσή του καρδιά άλλα τόσα για να στολίζει την ασημένια αγκαλιά της, τους σμαραγδένιους ώμους της και τα πολύχρωμα, κυματιστά μαλλιά της…

Μαρία Βασιλειάδου

 

 

 

 

Πλούτος, Ευτυχία και Αγάπη

Μια φορά και ένα καιρό μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού.
Παρ' όλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:

-Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.

Αυτοί την ρωτάνε:

- Ο άντρας σου είναι στο σπίτι;

- Όχι, δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη.

- Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.

Όταν επιστρέφει ο σύζυγος, η γυναίκα του περιγράφει το περιστατικό.

- Ας έρθουν τώρα που επέστρεψα!

Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί.

- Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι μαζί, της λένε οι τρεις γέροντες

Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί !

Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται:

Είμαι ο Πλούτος, της λέει.

Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία.

Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη.

Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άντρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας.

Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.

Ο άντρας ενθουσιάζεται και λέει:

-Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε!

Η σύζυγός του όμως δε συμφωνούσε:

-Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας;

Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει:

-Δε θα'ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη;
Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη!

-Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας,

λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.

-Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.

Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά:

-Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας.

Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι και οι δύο άλλοι να τον ακολουθούν!

Έκπληκτη η γυναίκα,

ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία:

-Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη.
Γιατί έρχεστε κι εσείς;

Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί:

- Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απέξω.
Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη, όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!