ο Βάτραχος

Μια φορά κι έναν καιρό στη χώρα των κόκκινων ζαρκαδιών, ζούσε ο μπάρμπα Θωμάς με τη γυναίκα του την κυρά Λενιώ.
Το σπιτάκι τους ήταν φτωχικό αλλά καθαρό. Είχαν έναν κήπο γεμάτο παράξενα, πολύχρωμα λουλούδια και στην άκρη του κήπου ο μπάρμπα Θωμάς είχε φτιάξει μια μικρή λιμνούλα όπου μέσα σε μια νύχτα είχαν φυτρώσει τρία γαλάζια νούφαρα.
Καθόταν στο πεζούλι ο καψερός και τα κοίταζε περίεργα, ρίχνοντας και καμιά πετονιά στην λίμνη μπας κι έπιανε κανένα ψαράκι για το τηγάνι της κυρά Λενιώς.

Μια μέρα με ανοιξιάτικο λαμπρό ήλιο, πήρε το καλάμι του  και σφυρίζοντας χαρούμενα έφτασε στην λιμνούλα να ψαρέψει.
Κάποια στιγμή το καλάμι άρχισε να βαραίνει πολύ και βάζοντας όση δύναμη είχε
το σήκωσε και τι να δει!
Ένας γυαλιστερός καταπράσινος βάτραχος είχε πιαστεί στο αγκίστρι του και σαν δεν έφτανε αυτό, πριν προλάβει να συνέλθει άκουσε τρομαγμένος τον βάτραχο
να του μιλά με ανθρώπινη φωνή. Και να τι του είπε:

Βγάλε με από το νερό

Και στρώσε μου να κοιμηθώ

Σε κρεβάτι καθαρό.

Μπόρις είναι το όνομά μου

Να το πεις εις την μαμά μου

Και τα νούφαρα της λίμνης

Άστα κει, μην τα αγγίζεις.

Τι να έκανε ο μπάρμπα Θωμάς, εκτέλεσε κατά γράμμα τα λόγια του βάτραχου και την άλλη μέρα το πρωί καθίσανε με την κυρά Λενιώ στο τραπέζι να πιούν τον καφέ τους, και πλατς- πλατς, να σου ο Βάτραχος δίνει ένα σάλτο και κάθισε δίπλα στον μπάρμπα Θωμά.
Η γυναίκα του η κυρά Λενιώ σταυροκοπιόταν από όσα περίεργα έβλεπε, όμως ήταν πονετική
και φιλόξενη γι'αυτό έβαλε στον μουσαφίρη τους να πιει γάλα.

Τι περίεργο...Ο βάτραχος άπλωσε τα χέρια του πήρε κι ένα παξιμάδι και χρατς-χρουτς το έφαγε όλο. Μετά γύρισε και τους είπε:

Αλείψτε το Βάτραχο με λάδι

Και θα δείτε τι θα κάνει...

Πράγματι έκανε όπως τους είπε και ξαφνικά ο βάτραχος μεταμορφώθηκε σ'ένα κατάξανθο παλικάρι ντυμένο με φόρμα κηπουρικής.

«Στις διαταγές σου αφέντη», είπε στον μπάρμπα Θωμά, που τα είχε τελείως χαμένα. Κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα τον Μπόρις και κάποια στιγμή που συνήλθε ψέλλισε με κομμένη ανάσα.

«Τι συμβαίνει;». εκείνος τότε του διηγήθηκε μια ιστορία.

Του είπε πως ήταν ένας κυνηγός και καβαλώντας το άλογο του, κάποια μέρα έφτασε σ'ένα ξέφωτο, όπου συνάντησε ένα ξωτικό και του ζήτησε να του δανείσει το άλογό του.
Φυσικά δεν υπάκουσε που εκείνη την στιγμή ήταν έτοιμος να περάσει μια λιμνούλα, και τότε το ξωτικό τον μεταμόρφωσε σε βάτραχο λέγοντας του να γυρνά από λίμνη σε λίμνη και πως θα γίνει πάλι άνθρωπος μόνο αν κάποτε συναντήσει τα τρία γαλάζια νούφαρα που θα αντιπροσωπεύουν την καλοσύνη, την αγάπη και την εργατικότητα.
Και πως αν κάποιος καλοσυνάτος άνθρωπος εκτελούσε με την καρδιά του ότι του ζητούσε ο βάτραχος θα έπρεπε να δουλέψει στον κήπο του σαν κηπουρός τόσες μέρες όσες χρειάζονται για το χάσιμο δύο φεγγαριών.
Μέχρι τότε όμως τα βράδια θα γίνεται βάτραχος και με το χάραμα της μέρας άνθρωπος. Θα δουλεύει στον κήπο έως ότου το πλήρωμα του χρόνου διώξει για πάντα τα μάγια του ξωτικού.

Δάκρυσαν ο Μπάρμπα Θωμάς με την κυρά Λενιώ στο άκουσμα της ιστορίας γι'αυτό υποσχέθηκαν στον Μπόρις να τον βοηθήσουν. Από κείνη την ημέρα ζούσε μαζί τους και αυτό που συνέβαινε στο σπίτι τους το κρατούσαν επτασφράγιστο μυστικό.

Έτσι ο Μπόρις τα πρωινά σαν άνθρωπος έκανε τον κηπουρό κι όπου έβαζε το χέρι του θέριευαν τα λουλούδια, τα δέντρα και τα παρτέρια με τα ζαρζαβατικά.

Μια μέρα σκέφτηκε να πάει στη λίμνη με τα τρία γαλάζια νούφαρα. Σαν έφτασε είδε πάνω στο κάθε νούφαρο να κάθεται από μία μικρή νεραιδίτσα. Κρατούσαν φλογέρες και μόλις είδαν τον Μπόρι άρχισαν να παίζουν μελωδικούς σκοπούς.
Εκείνος μαγεμένος από την μελωδία ξεχάστηκε να φύγει, κι έτσι όταν ο ήλιος χάθηκε πίσω από τα βουνά, έπεσε το βράδυ, μεταμορφώθηκε σε βάτραχο και πλατς-πλουτς βουτώντας στα νερά έφτασε στα γαλάζια νούφαρα με τις νεραιδίτσες. Αυτές τότε τον πήραν και μπλουμ, κάνοντας μια βουτιά, κατέβηκαν στον βυθό της λίμνης όπου είχαν το κάστρο τους. Χτύπησαν παλαμάκια και αμέσως παρουσιάστηκαν τρεις υπηρέτες κρατώντας στα χέρια τους πιατέλες μ'αχνιστά φαγητά, τις τοποθέτησαν στο τραπέζι κι άρχισαν να τρώνε. Σαν απόφαγαν, οι νεραιδιτσες έδωσαν στον βάτραχο για δώρο ένα πέταλο από κάθε νούφαρο και του είπαν:

«Αυτά τα πέταλα αντιπροσωπεύουν το κάθε νούφαρο με την αρετή του. Φύλαξε τα και σαν το χάραμα γίνεις άνθρωπος φύτεψε τα και θα δεις τι θα γίνει».

Την άλλη μέρα ο Μπόρις έγινε άνθρωπος, ευχαρίστησε τις Νεραιδίτσες πήρε τα πέταλα ανέβηκε στον αφρό της λίμνης και πήγε αμέσως και τα φύτεψε. Δεν είπε όμως τίποτα στο αφεντικό του γιατί περίμενε να δει το αποτέλεσμα πρώτα.

Πράγματι την άλλη μέρα κάτι πράσινα φυλλαράκια έκαναν την εμφάνισή τους και μεγάλωσαν τόσο γρήγορα που έγιναν τρία πανέμορφα δέντρα. Το ένα ο Μπόρις το ονόμασε καλοσύνη, το άλλο αγάπη και το τρίτο εργατικότητα.

Η τελευταία μέρα για το χάσιμο του φεγγαριού έφτανε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Επιτέλους θα έπαιρνε πάλι την ανθρώπινη μορφή του. Κάθισε ανάμεσα στα τρία δέντρα με τις αρετές και περίμενε το θαύμα.

Τότε ένα πελώριο κατάλευκο σύννεφο κατέβηκε απ'τον ουρανό σκέπασε την λίμνη πήρε στην αγκαλιά του τα τρία γαλάζια κι άρχισε ν'ανεβαίνει στον ουρανό ώσπου χάθηκε. Είχανε αφήσει βλέπετε αντικαταστάτη.

Τότε μια δυνατή βροχή κι ένας εκκωφαντικός κρότος από έναν κεραυνό έσκισε τον ορίζοντα. Μια απελπισμένη κραυγή ακούστηκε που χανόταν στον γκρεμό. Ήταν ή φωνή του ξωτικού που χανόταν για πάντα. Τα μάγια είχαν λυθεί και ο Μπόρις πήρε την ανθρώπινη μορφή του.

Είχε μείνει από τότε το ψυχοπαίδι και ο κηπουρός στο καλοσυνάτο ζευγάρι. Περιποιείται και άλλους κήπους και πάντα φυλάει σπόρους για να φυτεύει παντού τα τρία δέντρα της καλοσύνης, της αγάπης και της εργατικότητας

.

 

Γιαγιάκα Αννα

Вспомогательный словарик для перевода сказки  тут