Τα δώδεκα αδέρφια που εγίνονταν πουλιά

 

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε δεκατρία παιδιά: δώδεκα αγόρια κι ένα κοριτσάκι.

Πέθανε η βασίλισσα κι ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Πήρε μια κακιά γυναίκα, που δεν τ’ αγαπούσε καθόλου τα παιδιά, κι ήταν και μάγισσα.

Σ’ αυτό το μεταξύ γίνηκε πόλεμος κι ο βασιλιάς έφυγε πολύ μακριά.

Τότε η κακιά μητριά, που εχθρευόταν τα παιδιά, άλειψε την κόρη με πίσσα και την έδιωξε απ’ το παλάτι.

Η βασιλοπούλα περπατούσε περπατούσε και βρήκε ένα ποταμάκι με κρυσταλλένιο νερό. Νίφτηκε (πλύθηκε) εκεί, βγήκαν οι πίσσες και γίνηκε πιο όμορφη απ’ ό,τι ήταν πριν. Ξαναπήρε το δρόμο η καημένη και περπατούσε μέρα νύχτα.

Καμιά φορά βρίσκει ένα γέρο, που βοσκούσε τ’ αρνιά του και του λέει:

– Μπάρμπα, καλέ μου γέροντα, δε με παίρνεις μαζί σου για ένα κομμάτι ψωμί; Eίμαι μόνη στον κόσμο κι ορφανή.

– Μετά χαράς, κόρη μου, σε παίρνω. Ό,τι τρώγω εγώ θα τρως κι εσύ.

Κι έτσι η βασιλοπούλα ζούσε μέσα στου γέροντα το καλύβι.

Μια μέρα της λέει ο γέρος:

– Εδώ κοντά, κόρη μου, κάθε βράδυ γίνεται ένα παράξενο πράμα, κοντά στο ποτάμι. Δώδεκα πουλιά κατεβαίνουν στη γη και μόλις πατήσουν το ποδάρι τους στο χώμα, γίνονται άνθρωποι –
ω Θεέ μου, τα θαυμαστά σου!

Η κοπέλα, μόλις τ’ άκουσε, ταράχθηκε κι είπε με το νου της: «Τα δώδεκα πουλιά χωρίς άλλο θα είναι τ’ αδέρφια μου και θα τα μάγεψε, φαίνεται, η μάγισσα, η διαβόλισσα».

Είπε λοιπόν στο γέρο:

– Μπάρμπα, θα έρθω μαζί σου το βράδυ, για να δω τα δώδεκα πουλιά.

Το βράδυ βγήκε έξω με το γέρο και μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει είδε δώδεκα πουλιά να κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό και να κράζουν λυπητερά.

Μόλις επάτησαν στη γη, αμέσως έγιναν άνθρωποι… Ήταν τ’ αδέρφια της βασιλοπούλας.

Αυτή αμέσως τα εγνώρισε. Και τ’ αδέρφια της την εγνώρισαν. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν κι έκλαψαν πολύ. Δεν ήθελαν όμως να την αφήσουν σ’ αυτό το μέρος και την πήραν και πήγαν σ’ ένα παλιό μεγάλο σπίτι. Εκεί έμειναν όλη τη νύχτα και το πρωί ξαναγίνηκαν πουλιά και πέταξαν στον ουρανό.

Μια μέρα η κοπέλα βγήκε να μαζέψει χόρτα, να τα μαγειρέψει και να φάει το βράδυ με τ’ αδέρφια της, γιατί τ’ αδέρφια της, κάθε βράδυ πήγαιναν σ’ αυτό το παλιό σπίτι και κάθονταν όλη τη νύχτα με την αδερφή τους.

Εκεί λοιπόν που μάζευε χορτάρια, ακούει μια φωνή:

– Ωχ, ανθρώπου ψυχή δε φαίνεται. Κανείς δε λέει να με θυμηθεί.

Γυρίζει η βασιλοπούλα και βλέπει μια γριά που καθόταν σ’ ένα βράχο. Πάει κοντά και της λέει:

– Τι θέλεις, θεια; Βγήκες για χόρτα; Δώσ’ μου το καλάθι σου να το γεμίσω τρυφερά χόρτα.

Η γριά ευχαριστήθηκε με την καλή καρδιά της κοπέλας και της λέει:

– Κακομοίρα μου, κακομοίρα μου! Τι έχεις να τραβήξεις! Αλλά μη φοβάσαι, γιατί πέρα θα βγεις.

Η κοπέλα παραξενεύτηκε, άμα άκουσε αυτά τα λόγια.

– Μην παραξενεύεσαι, καλή μου βασιλοπούλα, γιατί τα μέσα της καρδούλας σου όλα τα ξέρω, όλα. Ξέρω τα μάγια που ’κανε η μητριά στ’ αδέρφια σου. Για να ξαναγίνουν άνθρωποι, να κάνεις αυτά που θα σου πω: Θα βγαίνεις όξω πολύ αυγή με το φεγγάρι, θα μαζεύεις αγριόχορτα και με αυτά θα πλέξεις δώδεκα φορεσιές, χωρίς όμως να μιλάς. Θα σου μιλούν, αλλά συ δε θ’ απαντάς.
Κι άμα τις τελειώσεις, θα τις ρίξεις πάνω στα πουλιά και αυτά μονομιάς θα γίνουν άνθρωποι. Έτσι να κάνεις.

Η βασιλοπούλα έκανε, όπως της είπε η γριά. Όλη τη νύχτα έκοβε αγριόχορτα κι όλη τη μέρα έπλεκε και τσιμουδιά δεν έβγαζε. Πήγαιναν τ’ αδέρφια της, τα πουλιά, που τη νύχτα γίνονταν άνθρωποι, της μιλούσαν κι αυτή δε μιλούσε, τη ρωτούσαν και δεν απαντούσε. Κάθονταν όλη τη νύχτα και το πρωί κακοκαρδισμένα ξαναπετούσαν στον ουρανό κι όλο έκραζαν λυπητερά.

Μια μέρα λοιπόν –άμα είναι η τύχη καλή, πού σε πάει και πού σε φέρνει!– βγήκε ένα βασιλόπουλο να κυνηγήσει. Κει λοιπόν που προχωρούσε με το σκύλο του, έφτασε στο παλιό το σπίτι. Ο σκύλος μπήκε μέσα στο σπίτι και ξαναβγήκε και κουνούσε την ουρά του και γαύγιζε και ξαναμπήκε μέσα.

Το βασιλόπουλο παραξενεύτηκε. Σου λέει, κάτι τρέχει, για να μπαίνει και να βγαίνει ο σκύλος από το σπίτι. Πάει μέσα και βλέπει μια πανέμορφη κοπέλα να πλέκει τ’ αγριόχορτα. Της μιλάει κι αυτή τσιμουδιά.

Το βασιλόπουλο νόμισε πως ήταν παθιασμένη και δεν μπορούσε να μιλήσει. Φωνάζει τους ανθρώπους που είχε συνοδεία και διατάζει να τη βάλουν πάνω στ’ άλογο και να την πάνε στο παλάτι.

Έτσι κι έγινε. Την πήγαν στο παλάτι.

Το βασιλόπουλο την άλλη μέρα πήγε στον πατέρα του και του είπε:

– Πατέρα, εγώ αγάπησα μια κοπέλα· είναι βουβή, δε μιλάει, αλλά εγώ την αγάπησα και θα την κάνω γυναίκα μου.

Ο βασιλιάς τού είπε:

– Αφού την αγάπησες, χίλια μετά χαράς, να την πάρεις.

Την έβαλαν λοιπόν την κοπέλα μέσα σε μια κάμαρα μ’ ένα σωρό υπηρέτριες να την υπηρετούν, αλλά αυτή όλο έπλεκε και καθόλου δεν σταματούσε. Άμα τέλειωσε όμως τις έντεκα φορεσιές, τελείωσε και το χόρτο. Τότε αυτή βγήκε αυγή-αυγή όξω στην αυλή του παλατιού κι έκοψε χόρτα και άρχισε πάλι να πλέκει.

Οι άνθρωποι του βασιλιά την είδαν τη νύχτα που βγήκεν έξω κι έκοβε χορτάρια και πάνε στον βασιλιά και του λένε:

– Βασιλιά μας πολύχρονε, αυτή η κοπέλα, που θέλει το βασιλόπουλο να πάρει γυναίκα, είναι μάγισσα κι όλους εδώ θα σας μαγέψει· βγαίνει έξω τη νύχτα με το φεγγάρι και κόβει χορτάρια. Να φυλαχτείτε, πολυχρονεμένε βασιλιά, μη σας κάνει κανένα κακό.

Κι είπε ο βασιλιάς:

– Θα παραφυλάξω και θα δω.

Πράγματι τη νύχτα παραφύλαξε. Η κοπέλα –έλα ντε αναποδιά!– άμα κόντευε να τελειώσει και την τελευταία φορεσιά, τελείωσε το χορτάρι· βγήκεν όξω πάλι να κόψει χορτάρι, την είδε ο βασιλιάς που παραφύλαγε και αμέσως, χωρίς να χάσει καιρό, διατάζει να τη ρίξουν στη φυλακή κι ύστερα σκόπευε να τη σκοτώσει σα μάγισσα.

Αυτήν τίποτε δεν την ένοιαζε. Όλο έπλεκε και μες στη φυλακή ακόμα.

Έφτασεν η μέρα που θα την σκότωναν, θα την έκαιγαν ζωντανή!

Τα πουλιά, τ’ αδέρφια της, τα έμαθαν τα γινόμενα κι επήγαν στο παράθυρο της φυλακής κι έκλαιγαν κι έκραζαν απελπισμένα.

Σε μια στιγμή όμως, που αυτή τελείωσε και την τελευταία φορεσιά, τις πετάει όλες από το παράθυρο της φυλακής πάνω στο καθένα πουλί και μονομιάς αυτά γίνηκαν άνθρωποι.

Τότε αυτή που δεν μιλούσε, εμίλησε και ζήτησε να την παν στο βασιλιά.

Την πήγαν λοιπόν και τα είπεν όλα, ένα προς ένα. Όλοι έκλαψαν απ’ τα μαρτύρια που τράβηξεν η όμορφη βασιλοπούλα. Επήραν στο παλάτι και τα δώδεκα αδέρφια κι ήταν όλοι χαρά, προπάντων το βασιλόπουλο, κι ετοίμαζαν το γάμο.

Ο βασιλιάς προσκάλεσε στο γάμο όλους τους βασιλιάδες, προσκάλεσε και τον πατέρα της βασιλοπούλας, που εγύρισε στο μεταξύ απ’ τον πόλεμο κι ήταν καταθλιμμένος, που έχασε τα δεκατρία παιδιά του. Η μάγισσα η γυναίκα του, άμα εγύρισε απ’ τον πόλεμο, του είχε πει πως τα παιδιά τα βρήκε μια αρρώστια και πέθαναν όλα.

Ο βασιλιάς έστειλε μήνυμα στον άλλον βασιλιά, που επάντρευε τον γιο του, και του είπε:

– Εγώ δε θα ’ρθω στο γάμο. Τι να κάμω να ’ρθω, αφού έχασα και τα δεκατρία τα παιδιά μου. Μόνο να πεθάνω παρακαλώ.

Αλλά τον καλούσαν και τον ξανακαλούσαν, τον ζάλισε κι η κακιά η γυναίκα του που ήθελε σεργιάνια: άιντε να πάμε, άιντε να πάμε, και ξεκίνησαν και πήγαν.

Έγινεν ο γάμος με όλα τα μεγαλεία.

Η μητριά, μόλις είδε τη βασιλοπούλα με τα δώδεκα τ’ αδέρφια της, αμέσως τ’ αναγνώρισε και γι’ αυτό ήθελε να φύγει, αλλά η βασιλοπούλα δεν την άφησε, και λέει:

– Κανείς δε θα φύγει, προτού κεραστεί και μας πει την ιστορία του.

Κεράστηκαν τα δώδεκα τ’ αδέρφια και είπαν την ιστορία τους. Ο πατέρας τους, μόλις τ’ άκουσε, αμέσως αναγνώρισε τα παιδιά του!

Ήρθε κι η σειρά της μητριάς να πει την ιστορία της, αλλά αυτή πού ν’ ανοίξει το στόμα της! Τι να πει!

Ο άντρας της τότε διάταξε να την πιάσουν και να την πετάξουν όξω από το παλάτι. Κι όλοι οι βασιλιάδες που είχαν μαζευτεί, είπαν να την κάψουν ζωντανή κι έτσι έγινε. Την έκαψαν και της βγήκαν ξανά τα μάγια της.

Η βασιλοπούλα έζησε μες στα παλάτια με τον άντρα της και τ’ αδέρφια της. Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, Β΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου & Σιας A.E., 2001)

 

Двенадцать братьев

Давным-давно, сказывают, жил был царь, и было у него тринадцать детей: двенадцать мальчиков и одна девочка.

Умерла царица и царь женился на другой. Но  взял он в жены плохую женщину, которая не любила детей и умела колдовать.

В те времена война была, и царь уехал в заморские края.

Тогда мачеха, которая ненавидела детей, намазала дочку смолой и  выгнала ее из дворца.

Долго ли коротко ли шла царевна и нашла ручеек с прозрачной водой. Умылась в нем, смыла смолу и стала еще краше, чем была.

Вернулась она на дорогу печальная и пошла дальше. День и ночь шла царевна.

И вот повстречала старика, который пас баранов и попросила:

- Отец, добрый мой старец, можно мне пойти с тобой за кусочек хлеба? Я сирота, одна на целом свете.

С радостью дочка моя, возьму тебя. То, что ем я, то будешь есть и ты.

И стала царевна жить со стариком в его лачуге.

Раз, как-то, старик и говорит:

Недалеко отсюда, дочь моя, возле реки, каждый вечер происходит странная, удивительная вещь. Двенадцать лебедей опускаются на землю и, как только их ноги касаются земли, они оборачиваются людьми.
– О, бог мой, это чудо!
Девочка, как только, услышала это, вздрогнула и сказала про себя: " двенадцать птиц без сомнения братья мои и их заколдовала проклятая ведьма"

Старику, однако, сказала:
- Отец, я пойду с тобой вечером, чтобы увидеть чудо.

Вечером они вышли со стариком, и,  как только наступили сумерки, увидела  она 12 лебедей, которые спускались с неба и кричали жалобно.

Ударились о землю и вмиг стали людьми. Это были братья царевны.

Она их тот час же узнала. И братья ее узнали. Обнимались, целовались и много плакали. Не хотели, однако, оставлять ее здесь одну и перенесли в заброшенный большой дом.
И оставались в нем всю ночь, а утром опять обернулись птицами и улетели в небо.

Однажды утром девочка вышла собрать зелень, чтобы приготовить ужин своим братьям, потому что они каждый вечер прилетали к старому дому и проводили всю ночь со своей сестрой.

Когда она собирала зелень, услышала голос:

- Ох, ни одной человеческой души не видно. Некому обо мне вспомнить.

Обернулась царевна и увидела старую женщину, которая сидела на камне. Подошла к ней и говорит:

- Что вы хотите бабушка? Вы пришли за зеленью? Дайте мне вашу сумку, я наполню ее мягкой травой.
Старушка обрадовалась доброму сердцу девочки и так ей говорит:

- Несчастная моя, несчастная! Что тебе пришлось вынести! Но не бойся, ты справишься.

Девочка удивилась, когда услышала эти слова.

- Не удивляйся, добрая моя царевна, потому что мне известно, все, что у тебя на сердце.
Знаю, что мачеха заколдовала братьев твоих. Чтобы они снова стали людьми, ты должна сделать то, что я тебе скажу: ты придешь сюда до рассвета, при луне, нарвешь крапиву и сплетешь из нее двенадцать рубашек, но запомни: ни одно слово не должно слететь с твоих уст. Тебе будут говорить, но ты должна оставаться безмолвной. И как только ты  закончишь, набросишь их на лебедей, и в тот же час они станут людьми. И ты это сделаешь.

Царевна сделала, так как сказала старуха. Всю ночь она рвала крапиву, и весь день плела, и ни одного слова не слетало с ее уст. Прилетали братья- лебеди, которые ночью становились людьми, говорили с ней – она молчала, ее спрашивали - она не отвечала. Сидели всю ночь, и по утру, с тяжелым сердцем снова поднялись в небо и
все кричали жалобно.

И вот однажды - правду люди говорят про удачу, которая сама приходит к тебе и указывает путь! - поехал один царевич на охоту. И привела его собака к старому
дому. Забежал в него пес и снова выбежал, виляя хвостом и, радостно гавкая, забежал в дом.

Царевич удивился. И спросил себя: Что происходит, почему мой верный пес то забегает в дом, то выбегает из него?  Зашел он в дом и увидел прекрасную девушку, которая плела рубашку из крапивы.

Он заговорил с ней, но она молчала.
Царевич подумал, что она больна и не может говорить. Позвал он своих людей, сопровождавших его на охоте, приказал посадить девушку на лошадь и отвести во дворец.
Они исполнили приказание, и девушка очутилась в царских палатах.
На следующий день, царевич пришел к своему отцу и молвил:

- Отец мой, я полюбил одну девушку, она немая и не может говорить, но я люблю ее и женюсь на ней.

И царь ответил:
-Если ты ее любишь, с превеликим удовольствием, ты получишь ее.

И девушку поместили в дворцовых покоях, дали ей слуг и служанок, но она только плела, плела, без отдыха. И вот когда связала она одиннадцать рубашек, закончилась крапива. Тогда вышла она до света во двор, нарвала крапиву и села плести дальше.

Челядь царя видела, как она выходила ночью из дворца и рвала крапиву. Пошли они к царю и говорят:
- Царь наш государь, долгих лет тебе, девушка, которую наш царевич хочет в жены взять - ведьма. Она всех нас заколдует. Мы видели, как она ночью при луне рвала крапиву.
- Берегитесь, государь наш, чтобы она не причинила вам вреда.
И ответил им царь:
- Я прослежу за ней. И сам посмотрю.
И когда, наступила ночь, царь был настороже.
Девушка - вот незадача - уже почти доплела последнюю рубашку, но тут закончилась крапива. Она вышла снова нарвать траву. Как только царь это увидел, он, не теряя времени, приказал схватить ее и бросить в тюрьму, а затем казнить  за колдовство.

Она ничего не чувствовала. Даже в тюрьме она продолжала плести.
Наступил день казни. Ее собирались сжечь живьем на костре!

Лебеди, братья царевны, узнали о, случившимся, слетелись к окну тюрьмы, плакали и кричали отчаянно.
И вот царевна закончила последнюю рубашку. В миг она набросила рубашки на каждого лебедя и в тот же час они обернулись людьми.

Тогда "немая" заговорила и попросила провести ее к царю.

Слуги сразу исполнили ее желание, и она рассказала все, что с ней случилось, один к одному. Все плакали, узнав, сколько пришлось выстрадать прекрасной царевне. И пошли все в палаты царские. И были счастливы двенадцать братьев, а, прежде всего, царевич и стали все готовиться к свадьбе.
Пригласил царь на свадьбу всех своих соседей. Пригласил он и отца царевны, который вернулся с войны и до сих пор не мог утешиться, т.к. думал, что потерял всех тринадцать детей своих. Ведьма, жена его, как только он вернулся домой, сказала, что все заболели страшной болезнью и умерли.

Царь отправил гонца к царю, который женил сына своего.
И так наказал передать:
- Я не приду на свадьбу. Как я могу придти, если потерял я всех детей моих. Осталось мне только умереть с горя.
Но царь все присылал, и присылал приглашения, и мачеха, которой хотелось прогуляться, докучала: «давай поедем, давай поедем». И, в конце концов, они пустились в путь.

И начался праздник во всем своем великолепии.

Мачеха, увидев царевну с двенадцатью братьями, тот час же ее узнала и хотела уйти, но царевна не пустила ее и так сказала:

- Никто не уйдет, покуда, каждый,  не представит на суд людской свою историю.
И поведали двенадцать братьев историю свою. Отец, как только услышал голос, вмиг признал своих детей.

Настала очередь мачехи рассказать свою историю. Но только рот смогла открыть она! Нечего было сказать ей!
Муж  приказал схватить ее и выкинуть из дворца. Но все царевичи, которые собрались вместе, решили ее участь по-другому. Мачеху, как ведьму, сожгли на костре. И вместе с ней сгорело все колдовство ее.
Царевна жила во дворце со своим мужем и братьями.
И жили они долго и счастливо.

 перевод Евгении Чернявской