O Ευτυχισμένος Πρίγκιπας

Аудио

"Счастливый принц" .exe 0.6мб  скачать
(параллельные переводы)

Оскар Уайльд

(Α)ΨΗΛΑ ΠΑΝΩ απ' την πόλη, σε μια μεγάλη κολώνα, ορθώνεται το άγαλμα του ευτυχισμένου πρίγκιπα. όλο το άγαλμα είναι σκεπασμένο με λεπτά φύλλα από υπέροχο καθαρό χρυσάφι, που λάμπουν και αστράφτουν σαν πορφυρένια λέπια. Στην θέση των ματιών βρίσκονται δυο λαμπερά ζαφείρια, ενώ ένα μεγάλο κόκκινο ρουμπίνι γυαλίζει στη λαβή του ξίφους του.
Το άγαλμα αυτό όλοι το θαύμαζαν πάντοτε.
«Είναι πιο ωραίο κι από έναν τενεκεδένιο πετεινό που μας δείχνει κατά που φυσάει ο άνεμος», παρατήρησε κάποτε ένας από τους άρχοντες της πολιτείας, που ήθελε να έχει τη φήμη φιλότεχνου· «ε, μόνο βέβαια που δεν είναι το ίδιο χρήσιμο με τον πετεινό», πρόσθεσε ο ίδιος, ε, για μην νομίζουν οι άλλοι άνθρωποι πως δεν είχε και πρακτικό μυαλό.

«Αχ, γιατί να μη μοιάζεις κι εσύ παιδάκι μου με τον ευτυχισμένο πρίγκιπα», ρώτησε μια ευαίσθητη μητέρα το μικρό της το παιδί, που έκλαιγε όλη την ημέρα και της ζητούσε το φεγγάρι. «Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας δεν κάνει ποτέ τέτοια τρελλα όνειρα σαν τα δικά σου· κι ούτε κλαίει ποτέ για το τίποτα».
«Χαίρομαι πολύ που βλέπω να υπάρχει κάποιος απόλυτα ευτυχισμένος σ' αυτόν τον κόσμο», μουρμούριζε ένας απογοητευμένος πολίτης, θαυμάζοντας το υπέροχο άγαλμα.
«Μοιάζει σαν άγγελος», φώναζαν όλα μαζί τα παιδιά του Σχολείου την ώρα που βγαίναν άπ' τη Μητρόπολη, φορώντας τ' άσπρα καθαρά τους ρούχα.

«Πως το ξέρετε αυτό;» ρώτησε τα παιδιά ο Καθηγητής τον Μαθηματικών, «έχετε ξαναδεί άγγελο;».
«Πως δεν έχουμε ξαναδεί, στα όνειρα μας!», απάντησαν τα παιδιά. Κι ο κύριος Καθηγητής των Μαθηματικών σούφρωσε τα φρύδια του κι έγινε σοβαρός, γιατί δεν είχε σε υπόληψη τα παιδικά όνειρα.
Μια νύχτα πάνω απ' αυτήν την πόλη, όπου βρισκόταν το άγαλμα του ευτυχισμένου πρίγκιπα, πετούσε ένα Χελιδόνι. Οι φίλοι του είχανε φύγει για την Αίγυπτο πριν από έξι βδομάδες και κείνο είχε ξεμείνει, γιατί είχε αγαπήσει μια Σουσουράδα. Την είχε συναντήσει την αρχή του καλοκαιριού πίσω από μια μεγάλη κίτρινη πέτρα, καθώς πετούσε απάνω στο ποτάμι. Τόσο τον γοήτευσε η λεπτή της μέση, που σταμάτησε κι άρχισε να της κουβεντιάζει.

«Θες να σ' αγαπώ;», ρώτησε το Χελιδόνι, που τ' άρεσε πάντα να μιλάει στα ίσια. Κι όταν η Σουσουράδα απάντησε με μια βαθιά υπόκλιση σ' αυτή την πρόταση, το Χελιδόνι άρχισε να πετάει χαρούμενο γύρω της, αγγίζοντας το νερό με τα φτερά του. Κι αυτά του τα αισθήματα κράτησαν ολόκληρο το καλοκαίρι.

«Α, πολύ ανόητη αφοσίωση», τιτίβιζαν τα άλλα Χελιδόνια· «η νύφη είναι απένταρη κι έχει και μεγάλο σόι. Και πραγματικά, το ποτάμι ήταν γεμάτο Σουσουράδες. Όταν ήρθε το φθινόπωρο, όλα τα Χελιδόνια πέταξαν μακριά. Κι έτσι το Χελιδόνι που αγαπούσε τη Σουσουράδα έμεινε μόνο του.
Νιώθοντας έρημο κι εγκαταλελειμμένο από τους δικούς του, άρχισε να στενοχωριέται με την αγαπημένη του και στο τέλος τη βαρέθηκε.

«Δεν μπορείς να πεις μια κουβέντα μαζί της», είπε κάποτε το Χελιδόνι· «και πολύ φοβάμαι ότι είναι φοβερά φιλάρεσκη, γιατί πάντα τη βλέπω να χορεύει με τον άνεμο».
Κι αλήθεια, κάθε φορά που φυσούσε ο άνεμος, η Σουσουράδα έκανε τις καλύτερες φιγούρες της. «Δε λέω όχι» συνέχισε να σκέφτεται το Χελιδόνι, «ας χορεύει, Αλλά όχι κι έτσι». «Κι έπειτα, έχουμε διαφορετικές προτιμήσεις, αυτή είναι ντόπιο πουλί, Αλλά εγώ είμαι αποδημητικό και μ' αρέσουν τα ταξίδια. Θα πρέπει, λοιπόν, να αρέσουν και στη γυναίκα μου».

Στο τέλος, το Χελιδόνι ρώτησε τη σουσουράδα: «Θες να 'ρθεις μαζί μου;», Αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι μ' έναν τρόπο που σήμαινε ότι δεν είχε καμίαν όρεξη να πάει στα ξένα.

«Α, ώστε όλον αυτόν τον καιρό με κορόιδευες», φώναξε το Χελιδόνι.

«Φεύγω κι εγώ για τις πυραμίδες, γεια σου!» και πέταξε μακριά.

Πετούσε όλη την ημέρα, και το βράδυ έφτασε στην πολιτεία. «Που να πάω να κουρνιάσω;» αναρωτήθηκε· «ελπίζω αυτή η πόλη να έχει ετοιμαστεί να με δεχτεί».

Ύστερα είδε το άγαλμα πάνω στην ψηλή κολώνα και είπε:«Α, εδώ θα ξεκουραστώ,(Β) είναι περίφημη θέση κι έχει καθαρό αέρα». Έτσι πήγαινε και κάθισε ανάμεσα στα πόδια του ευτυχισμένου πρίγκιπα.

«Απόψε το κρεβάτι μου είναι χρυσό» σκέφτηκε, κοιτώντας πέρα τον ορίζοντα· κι ετοιμάστηκε να βολευτεί να κοιμηθεί. Μα τη στιγμή ακριβώς που έκρυβε το κεφάλι του μεσ' στα φτερά του, έσταξε απάνω του μία μεγάλη σταγόνα νερό.

«Περίεργο πράγμα», φώναξε, «ούτε ένα συννεφάκι δεν βλέπω στον ουρανό, τ' αστέρια είναι καθαρά και λάμπουν, αλλά να που βρέχει. Το κλίμα στα βορινά μέρη της Ευρώπης είναι φοβερό. Άραγε της σουσουράδας που δεν ήθελε να έρθει μαζί μου της αρέσει η βροχή;»

Και, να, που μια δεύτερη σταγόνα έπεσε πάλι.

«Τι το 'θελαν και το 'στησαν αυτό το άγαλμα, αφού δεν μπορεί να προφυλάξει απ ' τη βροχή ένα πουλάκι;» είπε το Χελιδόνι, «πρέπει να βρω καμιά καπνοδόχο», κι αποφάσισε να πετάξει αλλού.

Αλλά μόλις ετοιμάστηκε ν' ανοίξει τα φτερά του, έπεσε και τρίτη σταγόνα. Και τότε κοίταξε ψηλά και είδε -α! τι είδε;
Τα μάτια του ευτυχισμένου πρίγκιπα ήτανε γεμάτα δάκρυα, που κυλούσανε στα χρυσαφένια μάγουλά του. Το πρόσωπό του ήταν τόσο ωραίο στο φως του φεγγαριού, που το μικρό Χελιδόνι πλημμύρισε από λύπη και συμπόνια.

«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε.

«Είμαι ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας» απάντησε.

«Και τότε γιατί κλαις; Μ' έκανες μούσκεμα, το ξέρεις;».

«Όταν ζούσα και μέσα μου φώλιαζε ανθρώπινη καρδιά, δεν ήξερα τι είναι τα δάκρυα, γιατί εμένα στο Παλάτι της Αφροντισιάς, όπου δεν είχε θέση καμιά λύπη, κι ούτε ποτέ επιτρέπουν σε καμιά λύπη να μπει. Τις ώρες της ημέρας έπαιζα με τους φίλους μου στον κήπο, και το βράδυ ήμουνα ο πρώτος στο χορό

Γύρω απ ' όλο τον κήπο υψωνόταν ένας μεγάλος τοίχος και ποτέ δε ρώτησα να μάθω τι βρισκότανε πίσω απ ' αυτόν τον τοίχο που ήταν τόσο ψηλός· τόσο ωραία ήταν όλα εκεί μέσα! Οι αυλικοί μου με φώναζαν Ευτυχισμένο Πρίγκιπα, και πραγματικά, ήμουν ευτυχισμένος, αν βέβαια λογαριάζεται για ευτυχία το να διασκεδάζει κανείς συνέχεια. Έτσι λοιπόν, έζησα, κι έτσι πέθανα, ευτυχισμένος. Και τώρα που δε ζω πια,
μ' έβαλαν τόσο ψηλά εδώ πάνω, που μπορώ και βλέπω όλη την ασχήμια και τη φτώχεια της πολιτείας μου· και παρ' όλο που η καρδιά μου είναι φτιαγμένη από μολύβι, δεν μπορώ να κάνω άλλο, απ ' το να κλαίω.»

«Μπα! Δεν είναι η καρδιά του από χρυσό» αναρωτήθηκε μέσα του το Χελιδόνι, αλλά ήταν πολύ ευγενικό πουλάκι και δεν ήθελε να κάνει στον ευτυχισμένο πρίγκιπα μία τόσο προσωπική ερώτηση. Τη θεωρούσε αδιάκριτη και προσβλητική για το χρυσαφένιο άγαλμα.

Κι ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας συνέχισε με την μαλακή και μελωδική φωνή του: «Πέρα μακριά, σ' ένα στενό δρομάκι, βρίσκεται ένα φτωχόσπιτο. Το ένα του παράθυρο μένει ανοιχτό, κι έτσι από εκεί μπόρεσα να δω μια γυναίκα που κάθεται στο τραπέζι. Το πρόσωπό της είναι στεγνό και θλιμμένο, και τα τυραννισμένα κόκκινα δάχτυλά της είναι κατατρυπημένα απ ' τη βελόνα. Είναι ράπτρια η καημένη και δουλεύει σκληρά χωρίς σταμάτημα.

 (Γ) Τώρα κεντάει σ' ένα φόρεμα από ατλάζι, πολύχρωμα μεταξωτά λουλούδια για την πιο χαριτωμένη κοπέλα της ακολουθίας της βασίλισσας. Βιάζεται να το τελειώσει, γιατί η ευγενική πελάτισσά της θα το φορέσει στον αυριανό επίσημο χορό.
Σ' ένα κρεβάτι στην άκρη στο δωμάτιο, είναι ξαπλωμένο το άρρωστο παιδί της. Ψήνεται στον πυρετό, κι όλη την ώρα ζητάει πορτοκάλια. Αλλά το μόνο που έχει να του δώσει η μητέρα του, είναι νερό απ ' το ποτάμι και τίποτ' άλλο. Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, θέλεις να της πας εσύ το ρουμπίνι απ ' τη λαβή του σπαθιού μου; Εμένα τα πόδια μου είναι κολλημένα σ' αυτό τα βάθρο και δεν μπορώ να κουνηθώ.»
«Με περιμένουν οι φίλοι μου στην Αίγυπτο», είπε το Χελιδόνι.

«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, δεν γίνεται ν' αναβάλεις για μια μέρα το ταξίδι σου, και να σε στείλω εκεί που σου είπα; Το παιδάκι είναι διψασμένο, κι η μητέρα του θλιμμένη.»
«Να σου πω την αμαρτία μου, πρίγκιπά μου, δεν τα χωνεύω τα παιδιά» απάντησε το Χελιδόνι. «Το τελευταίο καλοκαίρι, που έκανα τις διακοπές μου στο ποτάμι, δυο παλιόπαιδα, της μυλωνούς τα παιδιά, μου πετούσαν όλη την ημέρα πέτρες. Φυσικά δεν μπόρεσαν να με χτυπήσουν, αλλά τι να το κάνεις, μ' ανάγκασαν να κυνηγάω μύγες μακριά από εκεί.»
Ο Πρίγκιπας φαινόταν τόσο λυπημένος, που μετάδωσε τη λύπη του στο Χελιδόνι και στο τέλος του είπε: «Κάνει πολύ κρύο εδώ πάνω, ωστόσο θα μείνω μια νύχτα μαζί σου και θα γίνω αγγελιαφόρος σου.»
«Σ' ευχαριστώ πολύ μικρό μου Χελιδονάκι» είπε ο Πρίγκιπας.

Έτσι το Χελιδόνι έβγαλε με το ράμφος του το μεγάλο ρουμπίνι απ ' το σπαθί του Πρίγκιπα, και πέταξε μ' αυτό μακριά πάνω από τις στέγες των σπιτιών της πολιτείας. Πέρασε απ' το καμπαναριό της Μητρόπολης με τους σκαλισμένους αγγέλους στο μάρμαρο, πέρασε απ' το παλάτι κι άκουσε τους ήχους του χορού. Μια ωραία κοπέλα βγήκε στο μπαλκόνι με τον αγαπημένο της, που το Χελιδόνι τον άκουσε να της λέει: «Τι όμορφα πούναι τ' άστρα, και πόσο εκπληκτική είναι η δύναμη της αγάπης!»
«Ελπίζω το φόρεμά μου να είναι έτοιμο για τον επίσημο χορό» παρατήρησε εκείνη· «είπα να μου κεντήσουν πάνω όμορφα λουλούδια από μετάξι, μα η μοδίστρα μου είναι πάρα πολύ τεμπέλα!»

Το πουλί πέρασε πάνω απ ' το μεγάλο ποτάμι κι είδε τα φανάρια να κρέμονται στα κατάρτια των καραβιών. Πέρασε απ ' το Γκέττο, τη συνοικία των Εβραίων, κι είδε τους γενάτους εμπόρους που ζύγιζαν τα εμπορεύματά τους. Κι επιτέλους, έφτασε στο φτωχόσπιτο και κοίταξε μέσα. Το παιδάκι στριφογύριζε στο κρεβάτι του από τον πυρετό, κι η μητέρα του είχε αποκοιμηθεί, ήταν πάρα πολύ κουρασμένη. Όρμησε μέσα το Χελιδόνι, κι άφησε το μεγάλο ρουμπίνι πάνω στο τραπέζι και πλάι στη δαχτυλήθρα της μητέρας. Ύστερα, πέταξε μαλακά και με συμπόνοια γύρω απ ' το κρεβάτι, κάνοντας αέρα στο μέτωπο του άρρωστου παιδιού με τα φτερά του.

«Δροσίστηκα, θα μου 'πεσε ο πυρετός» είπε το παιδάκι, και βυθίστηκε σ' ένα γλυκό ύπνο.

Λίγο αργότερα το Χελιδόνι πέταξε πίσω στον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα, και του διηγήθηκε τι έγινε. Στο τέλος είπε: «Περίεργο, αν και κάνει κρύο, τώρα πια δεν κρυώνω, αντίθετα ζεσταίνομαι.»

«Είναι γιατί έκανες μία καλή πράξη» είπε ο Πρίγκιπας. Το μικρό Χελιδόνι άρχισε να σκέφτεται, κι ύστερα το πήρε ο ύπνος. Έτσι γινόταν πάντοτε, οι σκέψεις φέρνουν ύπνο.

Τα ξημερώματα, το Χελιδόνι πέταξε κάτω στο ποτάμι και λούστηκε. «Μπα! ένα αξιόλογο φαινόμενο» ξεφώνησε ο Καθηγητής της Ορνιθολογίας καθώς περνούσε την γέφυρα πάνω απ ' το ποτάμι. «Πραγματικό φαινόμενο» είπε. Ένα Χελιδόνι μέσα στο χειμώνα. Κι ο Καθηγητής έγραψε ένα μεγάλο γράμμα σχετικά μ' αυτό το φαινόμενο σε μια τοπική εφημερίδα. Όλοι σχολίασαν σοβαρά αυτό το γράμμα, γιατί είχε πολλές λέξεις που δεν μπορούσαν να τις καταλάβουν.

«Α, απόψε θα φύγω για την Αίγυπτο» είπε το Χελιδόνι χαρούμενο. Ύστερα επισκέφθηκε όλα τα μνημεία της πόλης και κάθησε αρκετή ώρα στο κωδωνοστάσιο μίας εκκλησίας. Όπου κι αν πήγαινε, τα σπουργίτια τιτίβιζαν, κι έλεγε το ένα στο άλλο: «Α! τι λαμπρός επισκέπτης!»· (Δ) κι αυτή η παρατήρηση των σπουργιτιών, κολάκευε πάρα πολύ το Χελιδόνι.
Όταν βγήκε το φεγγάρι, το πουλί πέταξε πάλι στον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα και τον ρώτησε: «Έχεις καμιά παραγγελία για την Αίγυπτο; Φεύγω.»

«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι» είπε ο Πρίγκιπας, «δεν μένεις ακόμη μια νύχτα μαζί μου;»

«Α, με περιμένουν στην Αίγυπτο» απάντησε το Χελιδόνι. «Αύριο οι φίλοι μου θα πετούν πάνω απ ' το δεύτερο καταρράχτη του Νείλου.

«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι» είπε ο Πρίγκιπας, «πέρα μακριά στην πόλη βλέπω ένα νεαρό άνδρα σε μια σοφίτα. Είναι σκυμμένος πάνω σ' ένα γραφείο γεμάτο χαρτιά και πλάι του γέρνουν μαραμένες λίγες βιολέττες. Τα μαλλιά του είναι γκρίζα και σγουρά και τα χείλη του είναι κόκκινα σα ροδάκινο κι έχει μεγάλα ονειροπόλα μάτια. Πασχίζει να τελειώσει ένα θεατρικό έργο, αλλά κρυώνει και δεν μπορεί να συνεχίσει το γράψιμο. Στο τζάκι του έχει σβήσει η φωτιά και η πείνα τον έχει αδυνατίσει.»

«Θα σου κάνω τη χάρη να μείνω ακόμη μια βραδιά» είπε το Χελιδόνι, που ήταν στ' αλήθεια καλόκαρδο. «Θες να του πάω αυτού του δυστυχισμένου κανένα άλλο ρουμπίνι;»

«Αλίμονο! τώρα πια δεν έχω άλλο ρουμπίνι» είπε ο Πρίγκιπας, «ότι μου απομένει είναι τα μάτια μου. Είναι καμωμένα από σπάνια ζαφείρια, που τα φέρανε από τις Ινδίες εδώ και χίλια χρόνια. Βγάλε το ένα, και πήγαινέ το στο φτωχό καλλιτέχνη.

«Καλέ μου Πρίγκιπα, αυτό δεν θα μπορέσω να το κάνω ποτέ!» είπε το Χελιδόνι.

«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, κάνε ό,τι σου λέω».

Έτσι το Χελιδόνι ξεκόλλησε το ένα ζαφειρένιο μάτι του Πρίγκιπα και πέταξε στη σοφίτα του καλλιτέχνη. Δε δυσκολεύτηκε να μπει μέσα γιατί υπήρχε μια τρύπα στο ταβάνι. Όρμησε και βρέθηκε στο δωμάτιο. Ό νέος είχε χωμένο το κεφάλι του μέσ' στα χαρτιά του, κι έτσι δεν άκουσε το θρόισμα των φτερών του πουλιού.

Μα όταν σήκωσε το κεφάλι του, βρήκε το ωραίο ζαφείρι πάνω στις μαραμένες βιολέττες. Μόλις είδε την πολύτιμη πέτρα, την πήρε στα χέρια του και είπε: «Α, α, αρχίζουν κι εκτιμούν τη δουλειά μου, αυτό θα μου τοστείλε κρυφά κανένας μεγάλος θαυμαστής μου. Τώρα έχω το κουράγιο να τελειώσω το έργο μου»και φαινόταν βαθιά ευτυχισμένος.

Την άλλη μέρα το Χελιδόνι πέταξε κάτω στο λιμάνι. Κάθησε στο κατάρτι ενός μεγάλου καραβιού και παρατηρούσε τους ναύτες που τραβούσαν με χοντρά σχοινιά κάτι μεγάλες κάσες και τους φώναζε: «Φεύγω για την Αίγυπτο!» μα κανένας δεν το πρόσεξε, κι όταν βγήκε το φεγγάρι, πέταξε πίσω στον ευτυχισμένο Πρίγκιπα.

«Ήρθα να σ' αποχαιρετήσω» του φώναξε.

«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι» είπε ο Πρίγκιπας, «θα μείνεις μαζί μου ακόμα μια νύχτα;»

«Χειμώνιασε» απάντησε το Χελιδόνι, «και θα με προλάβει το χιόνι. Στην Αίγυπτο τώρα ο Ήλιος είναι ζεστός

Πρέπει να σ' αφήσω καλέ μου Πρίγκιπα, αλλά δε θα σε ξεχάσω ποτέ· και το άλλο καλοκαίρι που θα’ρθω, θα σου φέρω δύο ωραιότατα πετράδια να τα βάλεις στη θέση εκείνων που έδωσες. Το ρουμπινί θα είναι πιο κόκκινο κι απ' το πιο κόκκινο τριαντάφυλλο,και το ζαφείρι θα είναι γαλάζιο σαν την απέραντη θάλασσα.

«Κάτω εδώ στο δρόμο, στέκεται ένα κοριτσάκι που πουλάει σπίρτα στους περαστικούς» είπε ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας. «Της έπεσαν όμως τα σπίρτα μέσα στα νερά και βράχηκαν και καταστράφηκαν. Αν δεν πάει στο σπίτι του λεφτά θα το δείρει ο πατέρας του· και τώρα κλαίει το καημένο. Δε φοράει ούτε κάλτσες, ούτε παπούτσια, και το κεφάλι του είναι γυμνό. Ξεκόλλησε το άλλο μου μάτι, και δώσ' το του, για να μη το δείρει ο πατέρας του.»
«Θα μείνω μια νύχτα ακόμα μαζί σου» είπε το Χελιδόνι, «μα δεν μπορώ να ξεκολλήσω και το άλλο μάτι, θα μείνεις ολότελα τυφλός.»
«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, κάνε ο,τι σου λέω» είπε ο Πρίγκιπας.

Και το Χελιδόνι ξεκόλλησε και το άλλο μάτι του Πρίγκιπα και πέταξε για να κάνει αυτό που τον είχε παρακαλέσει. Πέρασε μπροστά απ' το κοριτσάκι, κι άφησε να πέσει το κόσμημα στην παλάμη του. «Α! τι ωραίο γυαλάκι» φώναξε το κοριτσάκι, κι έτρεξε στο σπίτι του, γελαστό και χαρούμενο.

Ύστερα το Χελιδόνι γύρισε στον Πρίγκιπα και του είπε: «Τώρα που έμεινες τυφλός, θα μείνω για πάντα μαζί σου».

«Όχι μικρό μου Χελιδόνι» είπε ο τυφλός Πρίγκιπας, «πρέπει να φύγεις για την Αίγυπτο.»

«Θα μείνω για πάντα μαζί σου» επέμενε το Χελιδόνι, κι έπεσε και κοιμήθηκε στα πόδια του Πρίγκιπα.
  (Ε) Όλη την άλλη μέρα, το Χελιδόνι καθόταν στον ώμο του Πρίγκιπα, και του 'λεγε ιστορίες για ό,τι είχαν δει τα μάτια του στις παράξενες χώρες που είχε πετάξει.

Αγαπημένο μου Χελιδονάκι» είπε ο Πρίγκιπας, «μου διηγήθηκες θαυμάσια κι ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά το πιο θαυμάσιο κι ενδιαφέρον πράγμα είναι ο πόνος των ανθρώπων για τα βάσανά τους. Δεν υπάρχει πιο τρομερό πράγμα από τη φτώχεια. Πέτα, λοιπόν, πάνω απ' την πολιτεία μου, κι άρχισε να μου πεις ό,τι βλέπεις.»

Το Χελιδόνι τότε πέταξε πάνω απ' τη μεγάλη πόλη, και είδε τους πλούσιους να διασκεδάζουν μέσα στα ωραιότατα και πολυτελή μέγαρά τους, ενώ έξω απ' τις πόρτες τους κάθονταν ζητιάνοι. Πέταξε στα σκοτεινά σοκάκια κι αντίκρισε τα αδύναμα πρόσωπα πεινασμένων παιδιών να κοιτούν αδιάφορα τους μαύρους δρόμους. Κάτω από την αψίδα μίας γέφυρας ήσαν δύο παιδάκια, το ένα στην αγκαλιά του άλλου, και προσπαθούσαν να ζεσταθούν. «Θεέ μου, πως πεινάμε!» έλεγαν τα παιδιά. «Μην κοιμάστε 'δω, θα παγώσετε» τους φώναξε ο Φύλακας, και τα παιδιά σηκώθηκαν και συνέχισαν την άσκοπη περιπλάνησή τους στη βροχή.

Έπειτα από όλα αυτά, το Χελιδόνι γύρισε πίσω και διηγήθηκε στον Πρίγκιπα ό,τι είχε δει.

«Όλο μου το σώμα είναι καλυμμένο με καθαρό χρυσάφι» είπε ο Πρίγκιπας, «φρόντισε να το βγάλεις φύλλο-φύλλο, και να το δώσεις στους φτωχούς μου (υπηκόους)· οι ζωντανοί πάντοτε πιστεύουν ότι ο χρυσός μπορεί να τους κάνει ευτυχισμένους.»
Και το Χελιδόνι τότε, άρχισε να τραβάει ένα-ένα φύλλο το χρυσάφι, ώσπου ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας έμεινε γυμνός από τη χτυπητή ομορφιά του και παρουσίαζε πια ένα άθλιο θέαμα. Κι ένα-ένα φύλλο χρυσάφι, το Χελιδόνι το πήγαινε στους φτωχούς, και ζωήρεψαν τα πρόσωπα των μικρών παιδιών, και πήραν ροδαλό χρώμα, κι άρχισαν να γελούν και να παίζουν στους δρόμους φωνάζοντας: «Τώρα έχουμε ψωμί!»

Ύστερα ήρθε το χιόνι, και μετά το χιόνι ήρθε η παγωνιά. Οι δρόμοι έμοιαζαν να είχαν γίνει από ασήμι, τόσο γυάλιζαν και γλιστρούσαν. Από τις άκρες των σπιτιών κρέμονταν οι πάγοι σαν μακριά γυάλινα σπαθιά. Όλοι περπατούσαν τυλιγμένοι σε γούνες και τα παιδάκια με τις ζεστές κουκούλες τους έτρεχαν με τα πατίνια πάνω στον πάγο.

Τώρα το φτωχό Χελιδονάκι κρύωνε όλο και περισσότερο, ωστόσο δεν εννοούσε να εγκαταλείψει τον Πρίγκιπα, γιατί τον αγαπούσε πάρα πολύ. Τσιμπούσε τα ξίχουλα του ψωμιού στις πόρτες των φούρνων, όταν ο φούρναρης κοιτούσε αλλού, και προσπαθούσε να ζεσταθεί χτυπώντας τα φτερά του.

Ό, τι και νάκανε, ήξερε ότι θα πέθαινε γρήγορα. Μόλις είχε τη δύναμη να πετάξει ακόμη μια φορά στον ώμο του Πρίγκιπα. «Αντίο, αγαπημένε μου Πρίγκιπα!» του μουρμούρισε, «Θα μ' αφήσεις να σου φιλήσω το χέρι;»

«Χαίρομαι πολύ αγαπημένο μου Χελιδονάκι που φεύγεις για την Αίγυπτο» είπε ο Πρίγκιπας, «έμεινες αρκετά εδώ· όμως πρέπει να με φιλήσεις στα χείλη γιατί σ' αγαπάω.»

«Δεν πρόκειται να φύγω για την Αίγυπτο καλέ μου Πρίγκιπα» είπε το Χελιδόνι, αλλά για τον Οίκο του Θανάτου. Ο Θάνατος είναι αδελφός του Ύπνου, έτσι δεν είναι;»

Και το Χελιδόνι φίλησε τον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα στα χείλη, κι έπεσε νεκρό στα πόδια του.

Εκείνη τη στιγμή, ένα περίεργο ράγισμα, ένα κρακ, αντήσησε μέσα στο άγαλμα, σαν κάτι να σπάσε. Ήταν η μολυβένια καρδιά του πούχε κοπεί στα δυό. Οπωσδήποτε ήταν ένας τρομακτικά δριμύς παγετός εκείνο το βράδυ.

Πρωί-πρωί την άλλη ημέρα, περνούσε κάτω απ' το άγαλμα στην πλατεία, ο Δήμαρχος· ήταν μαζί μ' ένα Σύμβουλό του. Καθώς περνούσαν από το βάθρο, στάθηκαν και κοίταξαν ψηλά το άγαλμα. Ο Δήμαρχος είπε: «Τι περίεργο! Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας σήμερα φαίνεται άθλιος.»

«Πράγματι, έχει τα χάλια του» φώναξε και ο Σύμβουλος, που πάντοτε συμφωνούσε με τον Δήμαρχο. Ύστερα ανέβηκαν πάνω στο ψηλό βάθρο για να βεβαιωθούν.

«Το ρουμπίνι έχει πέσει απ' το σπαθί του, τα μάτια του χάθηκαν, κι είναι πια ξεπουπουλιασμένος από χρυσάφι· τώρα φαίνεται χειρότερος κι από ζητιάνο» είπε ο Δήμαρχος.
«Χειρότερος κι από ζητιάνο» επανέλαβε ο Σύμβουλος.

Και συνέχισε: «Να κι ένα πουλάκι, νεκρό στα πόδια του. Πρέπει να βγάλουμε ένα διάγγελμα να μην επιτρέπεται στα πουλιά να πεθαίνουν εδώ.» Κι ο Κλητήρας που τους συνόδευε κράτησε σημείωση για την πρόταση.

Έτσι, κατέβασαν από το ψηλό βάθρο τον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα.

«Μια και δεν είναι πια ωραίος, δεν είναι ούτε χρήσιμος» είπε ο Καθηγητής των Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο.

Ύστερα, έλιωσαν το άγαλμα σε καμίνι, κι ο Δήμαρχος κάλεσε το Συμβούλιο ν' αποφασίσει τι θα έκαναν το μέταλλο. Και είπε: «Φυσικά, πρέπει να κάνουμε ένα άλλο άγαλμα, κι αυτό θα είναι το δικό μου άγαλμα.»

«Α, α, α, όχι, το δικό μου», φώναζαν οι άλλοι Σύμβουλοι. Κι έτσι μάλωσαν, κι εξακολουθούν ακόμη να μαλώνουν.

Ο επιστάτης των εργατών στο καμίνι είπε την ώρα που έλιωναν το άγαλμα: «Τι περίεργο πράγμα, αυτή η σπασμένη καρδιά από μολύβι δεν λιώνει με τη φωτιά. Πρέπει να την πετάξουμε. Και την πέταξε μέσα στον τενεκέ με τα σκουπίδια, εκεί όπου κείτονταν επίσης και το νεκρό Χελιδόνι.

«Φέρτε μου τα δυο πιο πολύτιμα πράγματα από ' αυτήν την πόλη» είπε ο Θεός σε έναν απ' τους Αγγέλους του· κι ο Άγγελος του έφερε τη μολυβένια καρδιά και το νεκρό Χελιδόνι.

«Πέτυχες απόλυτα στην επιλογή σου» είπε ο Θεός, «διότι μέσα στον κήπο μου, στον Παράδεισο, αυτό το μικρό πουλί θα τραγουδάει αιώνια, και μέσα στη χρυσαφένια πολιτεία μου ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας πάντα θα με δοξάζει.»

 

Счастливый принц

На высокой колонне, над городом, стояла статуя Счастливого Принца.
Принц был покрыт сверху донизу листочками чистого золота. Вместо глаз у него были сапфиры, и крупный рубин сиял на рукоятке его шпаги.
Все восхищались Принцем.
- Он прекрасен, как флюгер-петух! - изрек Городской Советник, жаждавший прослыть за тонкого ценителя искусств. - Но, конечно, флюгер куда полезнее! - прибавил он тотчас же, опасаясь, что его обвинят в непрактичности; а уж в этом он не был повинен.

- Постарайся быть похожим на Счастливого Принца! - убеждала разумная мать своего мальчугана, который все плакал, чтобы ему дали луну.
- Счастливый Принц никогда не капризничает!

- Я рад, что на свете нашелся хоть один счастливец! - пробормотал
гонимый судьбой горемыка, взирая на эту прекрасную статую.

- Ах, он совсем как ангел! - восхищались Приютские Дети, толпою выходя из собора в ярко-пунцовых пелеринках и белоснежных передниках.
- Откуда вы это знаете? - возразил Учитель Математики. - Ведь ангелов вы никогда не видали.
- О, мы их видим во сне! - отозвались Приютские Дети, и Учитель Математики нахмурился и сурово взглянул на них: ему не нравилось, что дети видят сны.

Как-то ночью пролетала тем городом Ласточка. Ее подруги вот уже седьмая неделя как улетели в Египет, а она отстала от них, потому что была влюблена в гибкий красивый Тростник. Еще ранней весной она увидала его, гоняясь за желтым большим мотыльком, да так и застыла, внезапно прельщенная его стройным станом.

- Хочешь, я полюблю тебя? - спросила Ласточка с первого слова, так как любила во всем прямоту; и Тростник поклонился ей в ответ.
Тогда Ласточка стала кружиться над ним, изредка касаясь воды и оставляя за собой на воде серебристую рябь. Так она выражала любовь. И так продолжалось все лето.

- Что за нелепая связь! - щебетали остальные ласточки. - Ведь у Тростника ни гроша за душой и целая куча родственников. Действительно, вся эта речка густо заросла тростниками. Потом наступила осень, и ласточки улетели.

Когда они улетели, Ласточка почувствовала себя сиротою, и эта привязанность к Тростнику показалась ей очень тягостной.
- Боже, ведь он как немой, ни слова от него не добьешься, - говорила Ласточка, - и я боюсь, что он очень кокетлив: заигрывает с каждым ветерком.
И правда, чуть только ветер, Тростник так и гнется, так и кланяется.
- Пускай он домосед, но ведь я-то люблю путешествовать, и моему мужу не мешало бы тоже любить путешествия.

- Ну что же, полетишь ты со мною? - наконец спросила она, но Тростник только головой покачал: он был так привязан к дому!
- Ах, ты играл моею любовью! - крикнула Ласточка.

- Прощай же, я лечу к пирамидам!
И она улетела.
Целый день летела она и к ночи прибыла в город.
"Где бы мне здесь остановиться? - задумалась Ласточка. - Надеюсь, город уже приготовился достойно встретить меня?"
Тут она увидела статую на высокой колонне.
- Вот и отлично. Я здесь и устроюсь: прекрасное место и много свежего воздуха.
И она приютилась у ног Счастливого Принца.
- У меня золотая спальня! - разнежено сказала она, озираясь.
И она уже расположилась ко сну и спрятала головку под крыло, как вдруг на нее упала тяжелая капля.

Как странно! - удивилась она. - На небе ни облачка. Звезды такие чистые, ясные, - откуда же взяться дождю? Климат на севере Европы просто ужасен. Мой Тростник любил дождь, но ведь он такой эгоист.
Тут упала другая капля.
- Какая же польза от статуи, если она даже от дождя не способна укрыть.
Поищу-ка себе пристанища где-нибудь у трубы на крыше. - И Ласточка решила улететь.
Но не успела она расправить крылья, как упала третья капля.

Ласточка посмотрела вверх, и что же увидела она!
Глаза Счастливого Принца были наполнены слезами.Слезы катились по его золоченым щекам. И так прекрасно было его лицо в лунном сиянии, что Ласточка преисполнилась жалостью.
- Кто ты такой? - спросила она.
- Я Счастливый Принц.
- Но зачем же ты плачешь? Ты меня промочил насквозь.
- Когда я был жив и у меня было живое человеческое сердце, я не знал, что такое слезы, - ответила статуя. - Я жил во дворце Sans Souci {Беззаботности (фр.).}, куда скорби вход воспрещен. Днем я забавлялся в саду с друзьями, а вечером я танцевал в Большом Зале. Сад был окружен высокой стеной, и я ни разу не догадался спросить, что же происходит за ней. Вокруг меня все было так прекрасно!
"Счастливый Принц" - величали меня приближенные, и вправду, я был счастлив, если только в наслаждениях счастье.
Так я жил, так и умер. И вот теперь, когда я уже неживой, меня поставили здесь, наверху, так высоко, что мне видны все скорби и вся нищета моей столицы. И хотя сердце теперь у меня оловянное, я не могу удержаться от слез.

"А, так ты не весь золотой!" - подумала Ласточка, но, конечно, не вслух, потому что была достаточно вежлива.

- Там, далеко, в узкой улочке, я вижу убогий дом, - продолжала статуя тихим мелодическим голосом. - Одно окошко открыто, и мне видна женщина, сидящая у стола. Лицо у нее изможденное, руки огрубевшие и красные, они сплошь исколоты иглой, потому что она швея. Она вышивает страстоцветы на шелковом платье прекраснейшей из фрейлин королевы для ближайшего придворного бала.
А в постельке, поближе к углу, ее больное дитя. Ее мальчик лежит в лихорадке и просит, чтобы ему дали апельсинов. Но у матери нет ничего, только речная вода. И вот этот мальчик плачет.

Ласточка, Ласточка, маленькая Ласточка! Не снесешь ли ты ей рубин из моей шпаги? Ноги мои прикованы к пьедесталу, и я не в силах сдвинуться с места.
- Меня ждут, не дождутся в Египте, - ответила Ласточка. - Мои подруги кружатся над Нилом и беседуют с пышными лотосами. Скоро они полетят на ночлег в усыпальницу Великого Царя. Там почивает он сам, в своем роскошном гробу. Он закутан в желтые ткани и набальзамирован благовонными травами. Шея у него обвита бледно-зеленой нефритовой цепью, а руки его как осенние листья.

- Ласточка, Ласточка, маленькая Ласточка. Останься здесь на одну только ночь и будь моей посланницей. Мальчику так хочется пить, а мать его так печальна.
- Не очень-то мне по сердцу мальчики. Прошлым летом, когда я жила над рекою, дети мельника, злые мальчишки, всегда швыряли в меня каменьями.
Конечно, где им попасть! Мы, - ласточки, слишком увертливы. К тому же мои предки славились особой ловкостью, но все-таки это было очень непочтительно.

Однако Счастливый Принц был так опечален, что Ласточка пожалела его.
- Здесь очень холодно, - сказала она, - но ничего, эту ночь я останусь с тобой и выполню твое поручение.
- Благодарю тебя, маленькая Ласточка, - молвил Счастливый Принц.
И вот Ласточка выклевала большой рубин из шпаги Счастливого Принца и полетела с этим рубином над городскими крышами. Она пролетела над колокольней собора, где стоят беломраморные изваяния ангелов. Она пролетела над королевским дворцом и слышала звуки музыки. На балкон вышла красивая девушка, и с нею ее возлюбленный.
- Какое чудо эти звезды, - сказал ей возлюбленный, - и как чудесна власть любви!

- Надеюсь, мое платье поспеет к придворному балу, - ответила она. - Я велела на нем вышить страстоцветы, но швеи такие лентяйки.

Ласточка пролетела над рекою и увидела огни на корабельных мачтах. Она пролетела над Гетто и увидела старых евреев, заключавших между собою сделки и взвешивавших монеты на медных весах. И, наконец, она прилетела к убогому дому и заглянула туда. Мальчик метался в жару, а мать его крепко заснула - она так была утомлена. Ласточка пробралась в каморку и положила рубин на стол, рядом с наперстком швеи. Потом она стала беззвучно кружиться над мальчиком, навевая на его лицо прохладу.

- Как мне стало хорошо! - сказал ребенок. - Значит, я скоро поправлюсь.
- И он впал в приятную дремоту.
А Ласточка возвратилась к Счастливому Принцу и рассказала ему обо всем.
- И странно, - заключила она свой рассказ, - хотя на дворе стужа, мне теперь нисколько не холодно.
- Это потому, что ты сделала доброе дело! - объяснил ей Счастливый Принц.
И Ласточка задумалась над этим, но тотчас же заснула. Стоило ей задуматься, и она засыпала.
На рассвете она полетела на речку купаться.

- Странное, необъяснимое явление! - сказал Профессор Орнитологии, проходивший в ту пору по мосту.
- Ласточка - среди зимы!
И он напечатал об этом пространное письмо в местной газете. Все цитировали это письмо; оно было полно таких слов, которых никто не понимал.

"Сегодня же ночью - в Египет!" - подумала Ласточка, и сразу ей стало весело.
Она посетила все памятники и долго сидела на шпице соборной колокольни.
Куда бы она ни явилась, воробьи принимались чирикать: "Что за чужак! Что за чужак!" - и звали ее знатной иностранкой, что было для нее чрезвычайно лестно.
Когда же взошла луна, Ласточка вернулась к Счастливому Принцу.
- Нет ли у тебя поручений в Египет? - громко спросила она. - Я сию минуту улетаю.

- Ласточка, Ласточка, маленькая Ласточка! - взмолился Счастливый Принц.
- Останься на одну только ночь.
- Меня ожидают в Египте, - ответила Ласточка. - Завтра подруги мои полетят на вторые пороги Нила. Там в камышах лежат гиппопотамы, и на великом гранитном престоле восседает там бог Мемнон. Всю ночь он глядит на звезды, а когда засияет денница, он приветствует ее радостным кликом. В полдень желтые львы сходят к реке на водопой. Глаза их подобны зеленым бериллам, а рев их громче, чем рев водопада.

- Ласточка, Ласточка, маленькая Ласточка! - сказал ей Счастливый Принц.
- Там, далеко, за городом я вижу в мансарде юношу. Он склонился над столом, над бумагами. Перед ним в стакане увядшие фиалки. Его губы алы, как гранаты, его каштановые волосы вьются, а глаза его большие и мечтательные. Он торопится закончить свою пьесу для Директора Театра, но он слишком озяб, огонь догорел у него в очаге, и от голода он вот-вот лишится чувств.

- Хорошо, я останусь с тобой до утра! - сказала Ласточка Принцу. У нее было предоброе сердце.
- Где же у тебя другой рубин?
- Нет у меня больше рубинов, увы! - молвил Счастливый Принц. - Мои глаза - это все, что осталось. Они сделаны из редкостных сапфиров и тысячу лет назад были привезены из Индии. Выклюй один из них и отнеси тому человеку. Он продаст его ювелиру и купит себе еды и дров и закончит свою пьесу.
- Милый Принц, я не могу сделать это! - И Ласточка стала плакать.
- Ласточка, Ласточка, маленькая Ласточка! Исполни волю мою!

И выклевала Ласточка у Счастливого Принца глаз и полетела к жилищу поэта. Ей было нетрудно проникнуть туда, ибо крыша была дырявая. Сквозь эту крышу и пробралась Ласточка в комнату. Юноша сидел, закрыв лицо руками, и не слыхал трепетания крыльев, потом он заметил сапфир в кучке увядших фиалок.
- Однако меня начинают ценить! - радостно воскликнул он. - Это от какого-нибудь знатного поклонника. Теперь-то я могу закончить свою пьесу. -
И счастье было на его лице.
А утром Ласточка отправилась в гавань. Она села на мачту большого корабля и стала оттуда смотреть, как матросы вытаскивают на веревках из трюма какие-то ящики.
- Дружнее! Дружнее! - кричали они, когда ящик поднимался наверх.
- Я улетаю в Египет! - сообщила им Ласточка, но на нее никто не обратил внимания.
Только вечером, когда взошла луна, Ласточка возвратилась к Принцу.
- Я пришла попрощаться с тобой! - издали закричала она.

- Ласточка, Ласточка, маленькая Ласточка! - взмолился Счастливый Принц.
- Не останешься ли ты до утра?
- Теперь зима, - ответила Ласточка, - и скоро здесь пойдет холодный снег. А в Египте солнце согревает зеленые листья пальм и крокодилы вытянулись в тине и лениво глядят по сторонам. Мои подруги вьют уже гнезда в Баальбековом храме, а белые и розовые голуби смотрят на них и воркуют. Милый Принц, я не могу остаться, но я никогда не забуду тебя, и, когда наступит весна, я принесу тебе из Египта два драгоценных камня вместо тех, которые ты отдал. Краснее, чем красная роза, будет рубин у тебя, и сапфир голубее морской волны.

- Внизу, на площади, - сказал Счастливый Принц, - стоит маленькая девочка, которая торгует спичками. Она уронила их в канаву, они испортились, и отец ее прибьет, если она возвратится без денег. Она плачет. У нее ни башмаков, ни чулок, и голова у нее непокрыта. Выклюй другой мой глаз, отдай его девочке, и отец не побьет ее.
- Я могу остаться с тобою еще одну ночь, - ответила Ласточка, - но выклевать твой глаз не могу. Ведь тогда ты будешь совсем слепой.

- Ласточка, Ласточка, маленькая Ласточка, - молвил Счастливый Принц, - исполни волю мою! И она выклевала у Принца второй глаз, и подлетела к девочке, и уронила ей в руку чудесный сапфир.
- Какое красивое стеклышко! - воскликнула маленькая девочка и, смеясь, побежала домой. Ласточка возвратилась к Принцу.
- Теперь, когда ты слепой, я останусь с тобой навеки.
- Нет, моя милая Ласточка, - ответил несчастный Принц, - ты должна отправиться в Египет.
- Я останусь с тобой навеки, - сказала Ласточка и уснула у его ног.

С утра целый день просидела она у него на плече и рассказывала ему о том, что видела в далеких краях: о розовых ибисах, которые длинной фалангой стоят на отмелях Нила и клювами вылавливают золотых рыбок; о Сфинксе, старом как мир, живущем в пустыне и знающем все; о купцах, которые медленно шествуют рядом со своими верблюдами и перебирают янтарные четки; о Царе Лунных гор, который черен, как черное дерево, и поклоняется большому осколку хрусталя; о великом Зеленом Змее, спящем в пальмовом дереве, где двадцать жрецов кормят его медовыми пряниками; о пигмеях, что плавают по озеру на плоских широких листьях и вечно сражаются с бабочками.

- Милая Ласточка, - отозвался Счастливый Принц, - все, о чем ты говоришь, удивительно. Но самое удивительное в мире - это людские страдания.
Где ты найдешь им разгадку? Облети же мой город, милая Ласточка, и расскажи мне обо всем, что увидишь.
И Ласточка пролетела над всем огромным городом, и она видела, как в пышных палатах ликуют богатые, а бедные сидят у их порогов. В темных закоулках побывала она и видела бледные лица истощенных детей, печально глядящих на черную улицу. Под мостом два маленьких мальчика лежали обнявшись, стараясь согреть друг друга.
- Нам хочется есть! - повторяли они.
- Здесь не полагается валяться! - закричал Полицейский.
И снова они вышли под дождь.

Ласточка возвратилась к Принцу и поведала все, что видела.
- Я весь позолоченный, - сказал Счастливый Принц. - Сними с меня золото, листок за листком, и раздай его бедным. Люди думают, что в золоте счастье.
Листок за листком Ласточка снимала со статуи золото, пока Счастливый Принц не сделался тусклым и серым. Листок за листком раздавала она его чистое золото бедным, и детские щеки розовели, и дети начинали смеяться и затевали на улицах игры.- А у нас есть хлеб! - кричали они.
Потом выпал снег, а за снегом пришел и мороз. Улицы засеребрились и стали сверкать; сосульки, как хрустальные кинжалы, повисли на крышах домов; все закутались в шубы, и мальчики в красных шапочках катались по льду на коньках.

Ласточка, бедная, зябла и мерзла, но не хотела покинуть Принца, так как очень любила его. Она украдкой подбирала у булочной крошки и хлопала крыльями, чтобы согреться. Но наконец она поняла, что настало время умирать.
Только и хватило у нее силы - в последний раз взобраться Принцу на плечо.
- Прощай, милый Принц! - прошептала она. - Ты позволишь мне поцеловать твою руку?
- Я рад, что ты наконец улетаешь в Египет, - ответил Счастливый Принц.
- Ты слишком долго здесь оставалась; но ты должна поцеловать меня в губы, потому что я люблю тебя.
- Не в Египет я улетаю, - ответила Ласточка. - Я улетаю в Обитель Смерти. Смерть и Сон не родные ли братья?

И она поцеловала Счастливого Принца в уста и упала мертвая к его ногам.
И в ту же минуту странный треск раздался у статуи внутри, словно что-то разорвалось. Это раскололось оловянное сердце. Воистину был жестокий мороз.
Рано утром внизу на бульваре гулял Мэр Города, а с ним Городские Советники. Проходя мимо колонны Принца, Мэр посмотрел на статую.
- Боже! Как убого выглядит этот Счастливый Принц! - воскликнул Мэр.
- Действительно, как убого! - подхватили Городские Советники, которые всегда во всем соглашались с Мэром. И они приблизились к статуе, чтобы осмотреть ее.
- Рубина уже нет в его шпаге, глаза его выпали, и позолота с него сошла, - продолжал Мэр. - Он хуже любого нищего!
- Именно хуже нищего! - подтвердили Городские Советники.
- А у ног его валяется какая-то мертвая птица. Нам следовало бы издать постановление: птицам здесь умирать воспрещается.
И Секретарь городского совета тотчас же занес это предложение в книгу.
И свергли статую Счастливого Принца.

В нем уже нет красоты, а стало быть, нет и пользы! - говорил в Университете Профессор Эстетики.
И расплавили статую в горне, и созвал Мэр городской совет, и решили, что делать с металлом.
- Сделаем новую статую! - предложил Мэр. - И эта новая статуя пусть изображает меня!
- Меня! - сказал каждый советник, и все они стали ссориться.
Недавно мне довелось слышать о них: они и сейчас еще ссорятся.
- Удивительно! - сказал Главный Литейщик. - Это разбитое оловянное сердце не хочет расплавляться в печи. Мы должны выбросить его прочь.
И швырнули его в кучу мусора, где лежала мертвая Ласточка.

И повелел господь ангелу своему:
- Принеси мне самое ценное, что ты найдешь в этом городе. И принес ему ангел оловянное сердце и мертвую птицу.
- Правильно ты выбрал, - сказал господь. - Ибо в моих райских садах эта малая пташка будет петь во веки веков, а в моем сияющем чертоге Счастливый Принц будет воздавать мне хвалу.