Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
θεωρώ
θεωρείς
θεωρεί
θεωρούμε
θεωρείτε
θεωρούν(ε) |
έχω θεωρήσει/
έχω θεωρημένο |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
θεωρούσα
θεωρούσες
θεωρούσε
θεωρούσαμε
θεωρούσατε
θεωρούσαν(ε)
|
θεώρησα
θεώρησες
θεώρησε
θεωρήσαμε
θεωρήσατε
θεώρησαν/ήσαν(ε) |
θα έχω θεωρήσει/
θα έχω θεωρημένο |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλοντας διαρκείας |
Μέλλοντας απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα θεωρώ
θα θεωρείς
θα θεωρεί
θα θεωρούμε
θα θεωρείτε
θα θεωρούν(ε) |
θα θεωρήσω
θα θεωρήσεις
θα θεωρήσει
θα θεωρήσουμε
θα θεωρήσετε
θα θεωρήσουν(ε) |
θα έχω θεωρήσει/
θα έχω θεωρημένο |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
θεωρώ
θεωρείς
θεωρεί
θεωρούμε
θεωρείτε
θεωρούν(ε) |
[να, όταν...]
θεωρήσω
θεωρήσεις
θεωρήσει
θεωρήσουμε/ήσομε
θεωρήσετε
θεωρήσουν(ε) |
[να, όταν...]
έχω θεωρήσει/
έχω θεωρημένο |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
-
-
-
θεωρείτε
- |
-
θεώρησε
-
-
θεωρήστε/θεωρήσετε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
θεωρώντας |
έχοντας θεωρήσει/
έχοντας θεωρημένο |
Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
θεωρούμαι
θεωρείσαι
θεωρείται
θεωρούμαστε
θεωρείστε
θεωρούνται |
έχω θεωρηθεί/
είμαι θεωρημένος |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
θεωρούμουν(α)
θεωρούσουνα
θεωρούνταν/εθεωρείτο
θεωρούμασταν/ούμαστε
-
θεωρούνταν/εθεωρούντο
|
θεωρήθηκα
θεωρήθηκες
θεωρήθηκε
θεωρηθήκαμε
θεωρηθήκατε
θεωρήθηκαν/ηθήκαν(ε) |
είχα θεωρηθεί/
ήμουν θεωρημένος |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλοντας διαρκείας |
Μέλλοντας απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα θεωρούμαι
θα θεωρείσαι
θα θεωρείται
θα θεωρούμαστε
θα θεωρείστε
θα θεωρούνται |
θα θεωρηθώ
θα θεωρηθείς
θα θεωρηθεί
θα θεωρηθούμε
θα θεωρηθείτε
θα θεωρηθούν(ε) |
θα έχω θεωρηθεί/
θα είμαι θεωρημένος
|
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
θεωρούμαι
θεωρείσαι
θεωρείται
θεωρούμαστε
θεωρείστε
θεωρούνται |
[να, όταν...]
θεωρηθώ
θεωρηθείς
θεωρηθεί
θεωρηθούμε
θεωρηθείτε
θεωρηθούν(ε) |
[να, όταν...]
έχω θεωρηθεί/
είμαι θεωρημένος |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
-
-
-
θεωρείστε
- |
-
θεωρήσου
-
-
θεωρηθείτε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
θεωρούμενος |
θεωρημένος |