Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
αγοράζω
αγοράζεις
αγοράζει
αγοράζουμε (ομε)
αγοράζετε
αγοράζουν(ε) |
έχω αγοράσει
έχω αγορασμένο |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
αγόραζα
αγόραζες
αγόραζε
αγοράζαμε
αγοράζατε
αγόραζαν(ε) |
αγόρασα
αγόρασες
αγόρασε
αγοράσαμε
αγοράσατε
αγόρασαν(ε) |
είχα αγοράσει/
είχα αγορασμένο |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα αγοράζω
θα αγοράζεις
θα αγοράζει
θα αγοράζουμε (ομε)
θα αγοράζετε
θα αγοράζουν(ε) |
θα αγοράσω
θα αγοράσεις
θα αγοράσει
θα αγοράσουμε (ομε)
θα αγοράσετε
θα αγοράσουν(ε) |
θα έχω αγοράσει/
θα έχω αγορασμένο |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
αγοράζω
αγοράζεις
αγοράζει
αγοράζουμε (ομε)
αγοράζετε
αγοράζουν(ε) |
[να, όταν...]
αγοράσω
αγοράσεις
αγοράσει
αγοράσουμε (ομε)
αγοράσετε
αγοράσουν(ε) |
[να, όταν...]
έχω αγοράσει/
έχω αγορασμένο |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
αγόραζε
-
-
αγοράζετε
- |
-
αγόρασε
-
-
αγοράστε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
αγοράζοντας |
έχοντας αγοράσει/
έχοντας αγορασμένο |
Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
αγοράζομαι
αγοράζεσαι
αγοράζεται
αγοραζόμαστε
αγοράζεστε/αγοραζόσαστε
αγοράζονται |
έχω αγοραστεί/
είμαι αγορασμένος |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
αγοραζόμουν(α)
αγοραζόσουν(α)
αγοραζόταν(ε)
αγοραζόμαστε/όμασταν
αγοραζόσαστε/όσασταν
αγοράζονταν/όντανε/
αγοραζόντουσαν |
αγοράστηκα
αγοράστηκες
αγοράστηκε
αγοραστήκαμε
αγοραστήκατε
αγοράστηκαν/στήκαν(ε) |
είχα αγοραστεί/
ήμουν αγορασμένος |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα αγοράζομαι
θα αγοράζεσαι
θα αγοράζεται
θα αγοραζόμαστε
θα αγοράζεστε/όσαστε
θα αγοράζονται |
θα αγοραστώ
θα αγοραστείς
θα αγοραστεί
θα αγοραστούμε
θα αγοραστείτε
θα αγοραστούν(ε) |
θα έχω αγοραστεί/
θα είμαι αγορασμένος |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
αγοράζομαι
αγοράζεσαι
αγοράζεται
αγοραζόμαστε
αγοράζεστε/όσαστε
αγοράζονται |
[να, όταν...]
αγοραστώ
αγοραστείς
αγοραστεί
αγοραστούμε
αγοραστείτε
αγοραστούν(ε)
|
[να, όταν...]
έχω αγοραστεί/
είμαι αγορασμένος |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
αγόραζε
-
-
αγοράζετε
- |
-
αγόρασε
-
-
αγοράστε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
αγοράζοντας |
έχοντας αγοράσει/
έχοντας αγορασμένο |