Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
βρίσκω
βρίσκεις
βρίσκει
βρίσκουμε (σπάν.-ομε)
βρίσκετε
βρίσκουν(ε) |
έχω βρει |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
έβρισκα
έβρισκες
έβρισκε
βρίσκαμε
βρίσκατε
έβρισκαν/βρίσκαν(ε) |
βρήκα
βρήκες
βρήκε
βρήκαμε
βρήκατε
βρήκαν(ε) |
είχα βρει |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα βρίσκω
θα βρίσκεις
θα βρίσκει
θα βρίσκουμε (σπάν.-ομε)
θα βρίσκετε
θα βρίσκουν(ε) |
θα βρω/θά βρω
θα βρεις/θά βρεις
θα βρει/θά βρει
θα βρούμε/θά βρούμε
θα βρείτε/θά βρετε1
θα βρουν/θα βρούνε/
θά βρουν(ε) |
θα έχω βρει |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
βρίσκω
βρίσκεις
βρίσκει
βρίσκουμε (σπάν.-ομε)
βρίσκετε
βρίσκουν (ε)
|
[να, όταν...]
βρω
βρεις
βρει
βρούμε
βρείτε
βρουν /βρούνε
|
[να, όταν...]
έχω βρει |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
βρίσκε
-
-
βρίσκετε
- |
-
βρες
-
-
βρείτε/βρέστε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
βρίσκοντας |
έχοντας βρει |
Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
βρίσκομαι
βρίσκεσαι
βρίσκεται
βρισκόμαστε
βρίσκεστε/βρισκόσαστε
βρίσκονται |
έχω βρεθεί |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
βρισκόμουν(α)
βρισκόσουν(α)
βρισκόταν(ε)
βρισκόμαστε/βρισκόμασταν
βρισκόσαστε/βρισκόσασταν
βρίσκονταν/βρισκόντανε/
βρισκόντουσαν |
βρέθηκα
βρέθηκες
βρέθηκε
βρεθήκαμε
βρεθήκατε
βρέθηκαν/βρεθήκαν(ε) |
είχα βρεθεί |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα βρίσκομαι
θα βρίσκεσαι
θα βρίσκεται
θα βρισκόμαστε
θα βρίσκεστε/-όσαστε
θα βρίσκονται
|
θα βρεθώ
θα βρεθείς
θα βρεθεί
θα βρεθούμε
θα βρεθείτε
θα βρεθούν(ε) |
θα έχω βρεθεί |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
βρίσκομαι
βρίσκεσαι
βρίσκεται
βρισκόμαστε
βρίσκεστε/βρισκόσαστε
βρίσκονται
|
[να, όταν...]
βρεθώ
βρεθείς
βρεθεί
βρεθούμε
βρεθείτε
βρεθούν(ε)
|
[να, όταν...]
έχω βρεθεί |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
-
-
-
βρίσκεστε
- |
-
-
-
-
βρεθείτε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
βρισκόμενος |
- |