Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
βλέπω
βλέπεις
βλέπει
βλέπουμε (ομε)
βλέπετε
βλέπουν(ε) |
έχω δει / ιδεί |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
έβλεπα
έβλεπες
έβλεπε
βλέπαμε
βλέπατε
έβλεπαν/βλέπαν(ε) |
είδα
είδες
είδε
είδαμε
είδατε
είδαν(ε) |
είχα δει/ιδεί |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα βλέπω
θα βλέπεις
θα βλέπει
θα βλέπουμε (ομε)
θα βλέπετε
θα βλέπουν(ε) |
θα δω/ιδώ
θα δεις/ιδείς
θα δει/ιδεί
θα δούμε/ιδούμε
θα δείτε/ιδείτε
θα δουν/θα δούνε
/ιδούν(ε) |
θα έχω δει/ιδεί |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
βλέπω
βλέπεις
βλέπει
βλέπουμε (ομε)
βλέπετε
βλέπουν(ε) |
[να, όταν...]
δω/ ιδώ
δεις/ ιδείς
δει/ιδεί
δούμε/ιδούμε
δείτε/ ιδείτε
δουν/δούνε/ ιδούν(ε) |
[να, όταν...]
έχω δει /ιδεί |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
βλέπε
-
-
βλέπετε
- |
-
δες (ιδέ[ς])
-
-
δείτε/δέστε( ιδέστε)
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
βλέποντας |
έχοντας δει ( ιδεί) |
Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
βλέπομαι
βλέπεσαι
βλέπεται
βλεπόμαστε
βλέπεστε/βλεπόσαστε
βλέπονται |
έχω ιδωθεί/
είμαι ιδωμένος |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
βλεπόμουν(α)
βλεπόσουν(α)
βλεπόταν(ε)
βλεπόμαστε/βλεπόμασταν
βλεπόσαστε/βλεπόσασταν
βλέπονταν/βλεπόντανε /
βλεπόντουσαν |
ειδώθηκα
ειδώθηκες
ειδώθηκε
ειδωθήκαμε
ειδωθήκατε
ειδώθηκαν/ειδωθήκαν(ε) |
είχα ιδωθεί/
ήμουν ιδωμένος |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα βλέπομαι
θα βλέπεσαι
θα βλέπεται
θα βλεπόμαστε
θα βλέπεστε/όσαστε
θα βλέπονται |
θα ιδωθώ
θα ιδωθείς
θα ιδωθεί
θα ιδωθούμε
θα ιδωθείτε
θα ιδωθούν(ε) |
θα έχω ιδωθεί/
θα είμαι ιδωμένος |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
βλέπομαι
βλέπεσαι
βλέπεται
βλεπόμαστε
βλέπεστε/βλεπόσαστε
βλέπονται |
[να, όταν...]
ιδωθώ
ιδωθείς
ιδωθεί
ιδωθούμε
ιδωθείτε
ιδωθούν (ε)
|
[να, όταν...]
έχω ιδωθεί/
είμαι ιδωμένος |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
-
-
-
βλέπεστε
- |
-
-
-
-
-
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
- |
ιδωμένος |