Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
πίνω
πίνεις
πίνει
πίνουμε (σπάν.-ομε)
πίνετε
πίνουν (ε) |
έχω πιει |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
έπινα
έπινες
έπινε
πίναμε
πίνατε
έπιναν/πίναν(ε) |
ήπια
ήπιες
ήπιε
ήπιαμε
ήπιατε
ήπιαν(ε) |
είχα πιει |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα πίνω
θα πίνεις
θα πίνει κ
θα πίνουμε
θα πίνετε
θα πίνουν(ε) |
θα πιω
θα πιεις
θα πιει
θα πιούμε
θα πιείτε
θα πιουν/θα πιούνε |
θα έχω πιει |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
πίνω
πίνεις
πίνει
πίνουμε
πίνετε
πίνουν(ε)
|
[να, όταν...]
πιω
πιεις
πιει
πιούμε
πιείτε
πιουν/πιούνε
|
[να, όταν...]
έχω πιει |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
πίνε
-
-
πίνετε
- |
-
πιες/πιε
-
-
πιείτε/πιέ(σ)τε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
πίνοντας |
έχοντας πιει |